Το 2018 ξεκίνησε με την
ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης, υποστηριζόμενη από τη
βελτίωση του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος,αναφέρει στο μηνιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ.
Ειδικότερα, η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας
στην Ευρώπη, αναμένεται να διατηρήσει και να ενισχύσει τον δυναμισμό της
ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, των εξαγωγών και της απασχόλησης. Η
εκτίμηση αυτή αποτυπώνεται και στις χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, η οποία αναθεώρησε προς το καλύτερο τις προηγούμενες εκτιμήσεις της
για την ανάπτυξη τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στο σύνολο της ΕΕ την περίοδο
2017-2019 (+2,4% το 2017, +2,3% το 2018 και +2% το 2019), ενώ διατήρησε
αμετάβλητες τις προβλέψεις για την Ελλάδα (+1,6% το 2017 και +2,5% το 2018 και
το 2019). Ταυτόχρονα, η ψήφιση των
μέτρων για την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης του προγράμματος
προσαρμογής, εκτιμάται ότι θα βελτιώσει περαιτέρω το οικονομικό κλίμα, το οποίο
τον Ιανουάριο του 2018 διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του
2014, αντανακλώντας και την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των αγορών, καθώς ο
δείκτης του Χρηματιστηρίου κινείται ανοδικά και τα επιτόκια του 10ετούς
ομολόγου υποχωρούν. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η ελληνική κυβέρνηση
εκδίδοντας με επιτυχία την 8/2/2018 7ετές ομόλογο ύψους €3 δισ. με επιτόκιο
3,5% που θα χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία αποθεματικού ενόψει της πλήρους
εξόδου στις αγορές μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.
Ειδικότερα:
- Ο δείκτης οικονομικού
κλίματος διαμορφώθηκε στις 101,9 μονάδες τον Ιανουάριο του 2018, από 101,3 τον
προηγούμενο μήνα και 95,3 τον Ιανουάριο του 2017, ως αποτέλεσμα της
ενίσχυσης των θετικών προσδοκιών στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο και της
άμβλυνσης των αρνητικών εκτιμήσεων στις κατασκευές. - Την ίδια ώρα, ο Δείκτης Υπευθύνων
Προμηθειών (PMI) στη μεταποίηση διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον
Οκτώβριο του 2007 (στις 55,2 μονάδες τον Ιανουάριο του 2018, από 53,1
μονάδες τον Δεκέμβριο του 2017 και 46,6 μονάδες τον Ιανουάριο του 2017), καθώς
η ενίσχυση της ζήτησης τόσο από την εγχώρια αγορά όσο και από τις αγορές του
εξωτερικού, ενθάρρυνε την αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγής. - Η παραγωγή στη μεταποίηση
χωρίς καύσιμα σημείωσε αύξηση +6% τον Δεκέμβριο του 2017, έναντι πτώσης -2,6% τον
Δεκέμβριο του 2016, ενισχύοντας τη θετική τάση που καταγράφεται στο σύνολο του
2017 (+3,1% επιπλέον αύξησης +3,4% το 2016). - Οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα και πλοία συνέχισαν να
κινούνται ανοδικά για 8ο συνεχόμενο μήνα τον Δεκέμβριο του 2017 (+7,9% σε αξία και +5,1%
σε όγκο), ενώ στο σύνολο του έτους ανήλθαν σε €19,8 δισ. παρουσιάζοντας άνοδο
+7,2% σε αξία και +3,7% σε όγκο σε σύγκριση με το 2016, με τις εξαγωγές
βιομηχανικών προϊόντων να σημειώνουν αύξηση +10%. Ταυτόχρονα όμως, οι αντίστοιχες
εισαγωγές το 2017 αυξήθηκαν με μεγαλύτερο ρυθμό (+7,6% σε αξία και κατά +7,8%
σε όγκο) και διαμορφώθηκαν σε €34,9 δισ., με αποτέλεσμα το έλλειμμα στο
εμπορικό ισοζύγιο χωρίς καύσιμα και πλοία να διογκωθεί κατά €1,1 δισ. - Το ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών βελτιώθηκε (πλεόνασμα €232 εκατ. το διάστημα Ιαν – Νοε 2017, έναντι ελλείμματος €108
εκατ. το αντίστοιχο διάστημα το 2016), ως αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των
εισπράξεων από τουρισμό και μεταφορές (+10,7% και +17,6% αντίστοιχα), που
υπεραντιστάθμισαν τη διόγκωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο. - Το ποσοστό ανεργίας
υποχωρεί σταθερά (20,9% τον Νοέμβριο του 2017 από 23,3% τον Νοέμβριο του 2016), ενώ
παράλληλα σταδιακή υποχώρηση καταγράφει και το ποσοστό αδήλωτης απασχόλησης σύμφωνα
με τα στοιχεία που δημοσιεύει το ΣΕΠΕ (6% κατά το διάστημα Ιαν – Αυγ 2017, από
7,1% το 2016). Επιπρόσθετα, το 2017, οι καθαρές προσλήψεις διαμορφώθηκαν σε
143,5 χιλ. (+5,3%), εκ των οποίων 112 χιλ. (+2,1%) σε κλάδους πλην του
τουρισμού, πιστοποιώντας την ισχυροποίηση της ανάκαμψης της ελληνικής
οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά:
- Η καταναλωτική
εμπιστοσύνη υποχώρησε ελαφρά τον Ιανουάριο του 2018, έχοντας όμως
διαμορφωθεί τον προηγούμενο μήνα στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2015.
Φαίνεται ότι μετά από το θετικό κλίμα της εορταστικής περιόδου των
Χριστουγέννων, επανέρχεται ο προβληματισμός των νοικοκυριών για την εξέλιξη της
οικονομικής τους κατάστασης, την ώρα που οι προσδοκίες τους για την ανεργία
εξακολουθούν να βελτιώνονται, ενώ και οι εκτιμήσεις της αγοράς για τον
Ιανουάριο του 2018 δεν είναι θετικές. - Προβληματισμό δημιουργεί
η πτώση του όγκου των λιανικών πωλήσεων για 3ο συνεχόμενο μήνα τον
Νοέμβριο του 2017 (-3% εξαιρουμένων των καυσίμων έναντι αύξησης +5,5% τον Νοέμβριο του 2016).
Παρόλα αυτά, κατά το διάστημα Ιαν – Νοε 2017, ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων
πλην καυσίμων εμφανίζει αύξηση +1,2%, επιπλέον αύξησης +0,6% το αντίστοιχο
διάστημα το 2016, ενώ οι εκτιμήσεις της αγοράς για τον Δεκέμβριο του 2017 είναι
θετικές. - Παράλληλα, ο ρυθμός αύξησης των
ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο εντάθηκε εκ νέου τον Νοέμβριο
και τον Δεκέμβριο του 2017, με αποτέλεσμα το σύνολό τους να ανέλθει στα
€102,2 δισ. Αντίθετα, συνεχίστηκε η
υποχώρηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και των εκκρεμών επιστροφών φόρων του
δημοσίου προς τους ιδιώτες (€3,3 δισ. τον Δεκέμβριο του 2017 από €3,9 δισ.
τον προηγούμενο μήνα και €4,9 δισ. τον Δεκέμβριο του 2016). - Το ποσοστό αποταμίευσης
των νοικοκυριών παραμένει αρνητικό (-8% κατά το διάστημα Ιαν – Σεπ 2017, έναντι -7% το
αντίστοιχο διάστημα το 2016), την ώρα που το
ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά τους εξακολουθεί σε σταθερές τιμές να κινείται σε
αρνητικό έδαφος (-0,3% το διάστημα Ιαν – Σεπ 2017) και σε τρέχουσες τιμές
σε θετικό έδαφος (+1%) το ίδιο διάστημα.
Σε
κάθε περίπτωση, η συνολική εικόνα είναι
ουσιωδώς καλύτερη από ό,τι ήταν ένα χρόνο πριν, καθώς στους περισσότερους
δείκτες καταγράφεται βελτίωση. Οι μεγάλες προκλήσεις, όμως, που αντιμετωπίζει η
ελληνική οικονομία είναι πολλές και αφορούν κυρίως διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους
εργασίας, ο αρνητικός δείκτης επενδύσεων και η ανάγκη για παροχή δημοσιονομικά
ουδέτερων κινήτρων για παραγωγικές επενδύσεις, η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης
στρατηγικής για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, η διασύνδεση της
αγοράς εργασίας με την εκπαίδευση, η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, η
προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης για τον
περιορισμό της φοροδιαφυγής, η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και,
τέλος, η αποφυγή οποιασδήποτε οπισθοδρόμησης στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά
εργασίας. Οι προκλήσεις αυτές θα πρέπει να αντιμετωπισθούν χωρίς
καθυστερήσεις, καθώς η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας, με βάση την
πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία, δείχνει να αντιστρέφεται από το
4ο τρίμηνο του 2016 και μετά. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να εξασφαλιστεί μια βιώσιμη σχέση μεταξύ χρέους,
πλεονασμάτων και ανάπτυξης, ώστε η έξοδος στις αγορές να μην αποδειχθεί για
ακόμα μία φορά προσωρινή.