Τα διαρθρωτικά προβλήματα εμποδίζουν την ισχυρή ανάκαμψη της Ελλάδας, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο μηναίο δελτίο του για την οικονομική δραστηριότητα.
Όπως αναφέρει, η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο θέτει ξανά την Ελλάδα στο μικροσκόπιο των αγορών, από τις οποίες θα εξαρτάται σταδιακά όλο και περισσότερο ο δανεισμός της. Αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται κανένας εφησυχασμός σε ό,τι αφορά την πορεία βασικών δεικτών που αποτελούν βαρόμετρο στις αξιολογήσεις των αγορών για την μακροοικονομική σταθερότητα και υγεία της οικονομίας. Τέτοιοι δείκτες είναι το ύψος του ιδιωτικού χρέους και η αναδιάρθρωση τόσο των τραπεζικών χαρτοφυλακίων όσο και των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, η πληθυσμιακή γήρανση, το ύψος της απασχόλησης και οι δαπάνες για το ασφαλιστικό σύστημα, η παραγωγικότητα της οικονομίας και της εργασίας, το εμπορικό έλλειμμα. Οι μεταμνημονιακές πολιτικές πρέπει να εστιάσουν με σαφείς μετρήσιμους στόχους στη βελτίωση όλων των παραπάνω δεικτών, ώστε να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη αγορών και εταίρων στη δυνατότητα της Ελλάδας να επιστρέψει σε μια βιώσιμη ανάκαμψη.
Σε ό,τι αφορά τα τρέχοντα στοιχεία, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε το 2017 (+1,4%) και ενισχύθηκε περαιτέρω κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 (+2,2%), με υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης ωστόσο στο δεύτερο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο. Η ανάκαμψη τροφοδοτείται πρωτίστως από την εγχώρια ζήτηση, κυρίως ως αποτέλεσμα της τόνωσης των επενδύσεων σε πάγια (από το 2017) και, για πρώτη φορά ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, της ιδιωτικής κατανάλωσης. Πιο συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του 2018 η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά +1,0% σε ετήσια βάση, για πρώτη φορά έπειτα από αρνητική μεταβολή τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2017 και μηδενική μεταβολή το πρώτο τρίμηνο του 2018 (Δ01). Η ιδιωτική κατανάλωση έχει επωφεληθεί από την αύξηση, τόσο το 2017 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2018, της απασχόλησης (+2,1% το 2017 και +1,6% το πρώτο εξάμηνο του 2018) και του εισοδήματος των μισθωτών, ιδιαίτερα το 2018 (+0,1% το 2017 και +1,2% το πρώτο εξάμηνο του 2018). Η τάση αυτή συμβαδίζει με τη βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών (όπως αποτυπώνεται στους δείκτες οικονομικού κλίματος) και της εμπιστοσύνης των καταναλωτών (όπως αποτυπώνεται στα αυξανόμενα ποσοστά των καταναλωτών που σκοπεύουν να αποταμιεύσουν και να προβούν σε μείζονες αγορές κατά τους επόμενους 12 μήνες).
Η πορεία των εξαγωγών παραμένει δυναμική και συμβαδίζει με την άνοδο της μεταποιητικής παραγωγής και του τουρισμού. Ωστόσο, η συμβολή των καθαρών εξαγωγών, αν και θετική, είναι μικρή λόγω της ταχείας αύξησης των εισαγωγών, γεγονός που υποδηλώνει χαμηλό βαθμό υποκατάστασης των εισαγωγών στην οικονομία. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων (σε ονομαστικές τιμές) αυξήθηκαν κατά +12,5% το πρώτο εξάμηνο του 2018, επιπλέον της αύξησης κατά +7,2% το 2017, ενώ τα χημικά, τα τρόφιμα και τα βιομηχανικά είδη κατά πρώτη ύλη αυξήθηκαν κατά +10% +12% και +16% αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων συνεχίζουν να αυξάνονται με έντονο ρυθμό (+7,9% το πρώτο εξάμηνο του 2018 από +7,6% το 2017). Σημειώνεται ότι το εμπορικό έλλειμμα εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων ανήλθε το 2017 σε -14,4 δισ. ευρώ (8,1% του ΑΕΠ) έναντι -13,6 δισ. ευρώ το 2016 (7,7% του ΑΕΠ), παρουσιάζοντας αύξηση +5,5%.
Τέλος, οι επενδύσεις αυξάνονται σε όλες τις κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών (+7,9% το πρώτο εξάμηνο του 2018) και των λοιπών κατασκευών (+4,9% το πρώτο εξάμηνο του 2018), με τις επενδύσεις σε μηχανήματα και εξοπλισμό, καθώς και εξοπλισμό ΤΠΕ, να ενισχύονται κατά +19% περίπου το πρώτο εξάμηνο του 2018 (Δ02). Ο μεταφορικός εξοπλισμός μειώθηκε κατά περισσότερο από -50%, έχοντας αυξηθεί κατά περισσότερο από +80% το 2017, λόγω της μη βιώσιμης αύξησης των εισαγωγών πλοίων, το 2017. Εξαιρουμένων των εισαγωγών πλοίων, οι επενδύσεις σε πάγια αυξήθηκαν κατά +11,9% το πρώτο εξάμηνο του 2018, μετά από αύξηση +4,9% το 2017. Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι σήμερα στο 12,6% ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ-28 είναι στο 20,1% (Τσεχία 25%, Ιρλανδία 24%, Ρουμανία 23%, Ισπανία 21% κ.ο.κ), που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αυξάνει τις επενδύσεις με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Από την πλευρά της προσφοράς, με βάση της Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία κατά κλάδο, η ανάπτυξη είναι ταχύτερη στη βιομηχανία, τις κατασκευές, το εμπόριο-τουρισμό-μεταφορές, και τις δραστηριότητες των ελεύθερων επαγγελμάτων και της ψυχαγωγίας (Δ03). Μόνο ο χρηματοπιστωτικός τομέας (τράπεζες, ασφάλειες), καθώς και ο κλάδος ενημέρωσης και η επικοινωνίας (που περιλαμβάνει εκδόσεις, πληροφορική, τηλεπικοινωνίες και τηλεοπτικές / ραδιοφωνικές μεταδόσεις) συνεχίζουν να παρουσιάζουν φθίνουσα πορεία (με εξαίρεση την πληροφορική), κυρίως λόγω της αύξησης του ανταγωνισμού και τον δραστικό περιορισμό των προϋπολογισμών για διαφήμιση στις επιχειρήσεις ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών.