Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε αναζήτηση μιας ξεκάθαρης
αναπτυξιακής στρατηγικής που θα κάνει ακριβή διάγνωση των προβλημάτων που αυτή
αντιμετωπίζει και θα προτείνει στοχευμένες και άμεσες λύσεις αναφέρει στο
εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ.
Η επενδυτική άπνοια που κατατρώει τις σάρκες μας, δεν είναι
εύκολο να αντιστραφεί καθώς το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα
αρνητικό απέναντι σε χώρες με ελλείμματα οικονομικής και πολιτικής
διακυβέρνησης. Διεθνώς, η πτώση της παραγωγικότητας και η διεύρυνση των
εισοδηματικών ανισοτήτων διογκώνουν τις αβεβαιότητες, οδηγούν σε αποφυγή
ανάληψης επενδυτικού κινδύνου και διαβρώνουν το επίπεδο ευημερίας.
Η χώρα μας έχει τεράστιες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης
που, όμως, χαραμίζονται στον βωμό της μικροπολιτικής αντιπαλότητας.
Το πολιτικό σύστημα έχει υποχρέωση να αρθεί πάνω από τις
κομματικές διαμάχες και τη διαχείριση του 24ώρου και να δει τη μεγάλη εικόνα
ώστε να καταφέρει να αρθρώσει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα οικονομικής
ανασυγκρότησης. Ειδάλλως η κατάρρευση μίας κοινωνίας με διαχρονικά υψηλά
επίπεδα ανεργίας και αδυναμία αποταμίευσης είναι θέμα χρόνου.
Η οικονομία στηρίζεται στην εφαρμογή του Μνημονίου. Για να
αποδώσει καρπούς, όμως, και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές
της ελληνικής κοινωνίας, απαιτείται η άμεση αντιμετώπιση των στρεβλώσεων και
των αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια
πειραματισμού με τον χρόνο.
Σε μία δημοκρατική κοινωνία, η ελευθερία απαιτεί
υπευθυνότητα και οι λύσεις δεν έρχονται όταν επικρατεί η κυβερνητική αστάθεια
και η πολυδιάσπαση των κομμάτων.
Η ενίσχυση της απασχόλησης και της μεταποιητικής παραγωγής
(χωρίς πετρελαιοειδή) συνιστούν σημαντικά αντίβαρα στην εξασθένιση της
τουριστικής δραστηριότητας και των εξαγωγών, καθώς και την υποχώρηση του όγκου
των λιανικών πωλήσεων.
Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να υποχωρήσει και στο
2ο εξάμηνο του έτους, κάτω από την επήρεια της μείωσης του διαθεσίμου
εισοδήματος λόγω της αυξημένης φορολογικής επιβάρυνσης και της αναμενόμενης
μείωσης της αρνητικής αποταμίευσης καθώς εξαντλούνται τα αποθεματικά των
νοικοκυριών από την απόσυρση των καταθέσεων στο α’ εξάμηνο του 2015. ‘Ήδη,
ενισχύεται εκ νέου η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το
δημόσιο, ένδειξη ότι εξασθενεί πλέον η φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού.
Την ίδια ώρα που ένα ασυνήθιστα -σε σχέση με άλλες χώρες-
μεγάλο μέρος του ενήλικου πληθυσμού στην Ελλάδα φαίνεται να στερείται
σημαντικών δεξιοτήτων κατανόησης κειμένων (26,5%), μαθηματικών εννοιών,
(28,5%), και πληροφορικής (47,9%), το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί
να προσφέρει, και η αγορά εργασίας να ανταμείβει, τυπικά, και όχι ουσιαστικά,
προσόντα.
Οι συμπολίτες μας που εγκαταλείπουν τη χώρα, σε ένα τρίτο
μεγάλο κύμα μετανάστευσης, είναι συνήθως υψηλής εξειδίκευσης και αυξημένων
δεξιοτήτων – είναι δηλαδή όσοι μπορούν να αποδράσουν από την αναξιοκρατία και
την υπερφορολόγηση που τιμωρούν τους ικανούς, έντιμους και εργατικούς και από
ένα περιβάλλον στο οποίο το 28% των ενηλίκων (αντί 10% στον ΟΟΣΑ) απασχολείται
σε θέσεις υποδεέστερες των δεξιοτήτων του.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η φορολογητέα ύλη θα αποψιλώνεται
και το πολιτικό σύστημα θα αυξάνει υπέρμετρα τους φόρους σε όσους μένουν πίσω,
ενισχύοντας και άλλο τα κίνητρα μετανάστευσης.