πριν την κρίση κατέβαλε το 39,3%, αναφέρει ο ΣΕΒ στο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.
Αντίστοιχα, η υψηλότερη εισοδηματική τάξη, που συρρικνώθηκε αριθμητικά και
εισοδηματικά στα χρόνια του μνημονίου, σήμερα καταβάλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν την κρίση κατέβαλε πάνω από 50%.
“Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνουν είτε την μετακίνηση νοικοκυριών σε χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια είτε την μη καταγραφή τους στις στατιστικές λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό, εγκατάλειψης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κ.λ.π. Ως αποτέλεσμα, το κράτος, για να συνεχίσει να καλύπτει τις ανάγκες του, προχώρησε σε υπερφορολόγηση των σχετικώς υψηλότερων εισοδημάτων, όσων είχαν απομείνει”, σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας: “Πιο πρόσφατα, όμως, και ιδίως από το 2016 και μετά, η υπερφορολόγηση εντάθηκε, με την διατήρηση του αφορολόγητου σε υψηλά επίπεδα, απαλλάσσοντας έτσι από την φορολογία μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και αυξάνοντας αναλογικά την φορολογική επιβάρυνση των υπόλοιπων, και ιδίως των συνεπών φορολογουμένων. Βεβαίως, εάν ληφθεί υπόψη και ο φόρος ακίνητης περιουσίας τότε η συνολική επιβάρυνση είναι ακόμη δυσμενέστερη”.
Σημειώνεται,
ότι με διεθνείς ορισμούς, ως μεσαία εισοδηματική τάξη ορίζονται τα νοικοκυριά
με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ 75% και 200% του διάμεσου εισοδήματος όλων των
νοικοκυριών. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΕΒ, στην Ελλάδα το διάμεσο διαθέσιμο
εισόδημα για ένα νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά άνω των 14 ετών,
προσδιορίζεται το 2018 σε 19.700 ευρώ ενώ το 2009 – 2010 ήταν 30.000 ευρώ.
Έτσι, στη μεσαία εισοδηματική τάξη ανήκουν τα (τετραμελή) νοικοκυριά με
διαθέσιμο εισόδημά μεταξύ 14.700 ευρώ (75% του διάμεσου) και 39.300 ευρώ (200%
του διάμεσου) ενώ το όριο της φτώχειας είναι 9.850 ευρώ.