Με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης δημιουργούνται ευκαιρίες
για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ και τονίζει ότι πρέπει να υπάρξουν
αναπτυξιακές πρωτοβουλίες ώστε να δράσουν ως αντίβαρο, στις υφεσιακές
επιπτώσεις από την ακραία υπερφορολόγηση του εισοδήματος, της περιουσίας και
της κατανάλωσης.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις μέσω κινήτρων του νέου αναπτυξιακού
νόμου, οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση εν γένει της δημόσιας περιουσίας,
οι μεγάλες επενδύσεις υποδομών και η προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων μπορούν
να συμβάλουν καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Χρειάζεται όμως, και ένα
φορολογικό πλαίσιο οριζόντιας στήριξης των ιδιωτικών επενδύσεων (π.χ. μέσω
υπεραποσβέσεων), για να κινητοποιηθούν και οι εγχώριοι, παραγωγικοί πόροι, που
σε συνδυασμό με τις εισροές επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, μπορούν να
δημιουργήσουν τη μαγιά για την επενδυτική αναγέννηση της χώρας.
Τα κίνητρα αυτά είναι αναγκαία και για να αντισταθμίσουν τα
ελλείμματα στο θεσμικό πλαίσιο, που κάνουν δύσκολη την προσέλκυση επενδυτών
λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργούν, μεταξύ άλλων, οι συνεχείς αλλαγές του
φορολογικού συστήματος, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, η τεράστια
γραφειοκρατία και η παρεπόμενη αδιαφάνεια, η δυσλειτουργία του τραπεζικού
συστήματος, η ανυπαρξία λειτουργούσας αγοράς ακινήτων, κοκ.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η διαχρονική
αδυναμία του φορολογικού συστήματος να επεκτείνει την φοροδοτική βάση πέραν των
συνεπών φορολογουμένων που επιβαρύνονται από πολύ υψηλούς φορολογικούς
συντελεστές.
Όλα αυτά τα ελλείμματα της κρατικής μηχανής και του θεσμικού
πλαισίου μπορεί σταδιακά να μειώνονται, αλλά η χώρα μας απέχει ακόμη, πολύ από
τον μέσο κοινοτικό όρο και, βεβαίως, από τις βέλτιστες πρακτικές διεθνώς. Εκ
των πραγμάτων και λόγω των συνθηκών επενδυτικής στασιμότητας που επικρατούν διεθνώς,
η χώρα μας πρέπει να διορθώνει τα κακώς κείμενα πολύ ταχύτερα ώστε να φτάσει να
διεκδικεί με αξιώσεις το ενδιαφέρον των επενδυτών.
Συνεπώς, τα επενδυτικά φορολογικά κίνητρα είναι, ίσως,
απαραίτητα και για την εξισορρόπηση του επενδυτικού τοπίου και την προσέλκυση
επενδύσεων στην χώρα μας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, χωρίς δραστική μείωση της
φοροδιαφυγής, τα περιθώρια για την εφαρμογή επενδυτικών φορολογικών κινήτρων
είναι μικρά.
Εαν, όμως, η κυβέρνηση αξιοποιήσει όλα τα όπλα πάταξης της
φοροδιαφυγής που έχει στην κατοχή της, μπορεί γρήγορα να μειώσει τους
φορολογικούς συντελεστές για τους συνεπείς φορολογούμενους και τις οργανωμένες
επιχειρήσεις και, έτσι, να συμβάλει στην ανάκαμψη των επενδύσεων και της
οικονομικής δραστηριότητας γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάκαμψη των
βιομηχανικών επενδύσεων αποτελεί κλειδί για την επαναφορά της οικονομίας σε
αναπτυξιακή τροχιά, όπως ανεδείχθη και στο Βιομηχανικό Συνέδριο που
πραγματοποιήθηκε με επιτυχία από τον ΣΕΒ στις 23 κ 24 Μαίου 2016.
Οι πωλήσεις στη μεταποίηση καθώς και οι εξαγωγές επιμένουν
σε μια εικόνα σταθεροποίησης, την ώρα που η έναρξη της τουριστικής περιόδου
συμβάλλει στη μείωση των ανέργων που αναζητούν εργασία. Επίσης ανακόπτεται η
τάση μείωσης του εμπορικού στόλου και με δεδομένη τη σταθερή πορεία των εσόδων,
η ταμειακή συγκράτηση των δαπανών οδηγεί σε αυξημένο πλεόνασμα στον
προϋπολογισμό.
Η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων περνά μέσα από τον
εξορθολογισμό της φορολογίας κατοχής ακινήτων, με εξάλειψη των ακραίων
επιβαρύνσεων ειδικά σε απρόσοδες, λόγω ατελειών του θεσμικού πλαισίου,
περιουσίες, την κατάργηση του δημαγωγικά χρήσιμου αλλά στην πράξη
αντιπαραγωγικού και απλά εκδικητικού συμπληρωματικού φόρου και τη μετάβαση σε
ανταποδοτική φορολόγηση από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η επακόλουθη
αναθέρμανση του αγοραστικού ενδιαφέροντος, δηλαδή των συναλλαγών και συνεπώς
και των σχετικών εσόδων του κράτους, θα καλύψει εύκολα τις όποιες απώλειες
εσόδων λόγω εκλογίκευσης των φόρων κατοχής και επιπλέον θα δημιουργήσει
επενδυτικό ενδιαφέρον στην αγορά ακινήτων. Η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος
αυτού θα συμβάλλει αποφασιστικά στη διευκόλυνση της εφαρμογής των σχεδίων
αναδιάρθρωσης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, καθώς και
προγραμμάτων αναβάθμισης επαγγελματικών και μη ακινήτων, καθώς και οικιστικής
ανάπλασης. Μια τέτοια προσέγγιση θα πρέπει να θεωρείται ως εργαλείο ανάπτυξης
και όχι ως κίνδυνος απώλειας φορολογικών εσόδων.