Έχοντας απωλέσει το ¼ περίπου του ΑΕΠ από το
2008 μέχρι σήμερα, η οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή στασιμότητα αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του.
Η
ικανότητα πλέον των Ελλήνων να παράγουμε νέα εισοδήματα, νέες αποταμιεύσεις και
νέο πλούτο έχει περιορισθεί. Και το χειρότερο είναι ότι τα νοικοκυριά έχουν
αρνητικό ρυθμό ακαθάριστης αποταμίευσης , καταναλώνουν δηλαδή περισσότερα απ’ ό,τι
τους επιτρέπει το εισόδημά τους, κυρίως μέσω ρευστοποίησης περιουσιακών
στοιχείων. Αυτό συμβαίνει, βεβαίως, στο μέσο νοικοκυριό. Προφανώς, στα δύο
άκρα, υπάρχουν νοικοκυριά που εξακολουθούν να αποταμιεύουν από το υψηλό
εισόδημά τους και νοικοκυριά που απλώς περιορίζουν την κατανάλωσή τους στο ύψος
του χαμηλού εισοδήματος που έχουν, οσοδήποτε μικρό και αν αυτό είναι. Το μέσο
νοικοκυριό, πάντως, δεν τα βγάζει πια πέρα χωρίς ρευστοποίηση περιουσίας ή
κοινωνικά βοηθήματα.
Στο πλαίσιο αυτό, η υπερφορολόγηση και η υπερρύθμιση (διάγραμμα μπροστινής
σελίδας) της ελληνικής οικονομίας είναι συμπτώματα μιας κοινωνίας όπου
κυριαρχεί η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην οικονομία της αγοράς, όπως
αναλύουν οι οικονομολόγοι. Στη σημαντική
αυτή ανάλυση, παρατηρείται ότι σε φτωχές κυρίως χώρες, υπάρχει μια άνθιση
περιορισμών στην επιχειρηματικότητα και κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, και
μία επικυριαρχία της αριστερής φρασεολογίας και ιδεοληψίας στην ανάλυση
οικονομικών ζητημάτων. Τα φαινόμενα αυτά συνυπάρχουν, συνήθως, με εκτεταμένη
διαφθορά που ωθεί τα άτομα να επιζητούν περιορισμούς στην οικονομική
δραστηριότητα, παρόλο που αναγνωρίζεται ότι η υπερρύθμιση της οικονομίας μπορεί
να οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά . Σε περιόδους δε όξυνσης της
διαφθοράς, παρατηρείται αύξηση του αισθήματος της οργής που νιώθουν οι ψηφοφόροι,
και στροφή του εκλογικού σώματος προς ακραία πολιτικά κόμματα. Η εξήγηση που προβάλλεται στις
χώρες αυτές είναι ότι, δεδομένης της ταύτισης των σκανδάλων με την
επιχειρηματική τάξη, η στροφή προς υπερψήφιση ακραίων κομμάτων αντανακλά μία
διάθεση τιμωρίας από τους ψηφοφόρουςπου συνδέεται με ασθενή δικαστικά συστήματα
και αδράνεια στην απονομή δικαιοσύνης. Αυτό το φαινόμενο εκφράζεται,
ενδεικτικά, μέσω της υψηλής, προοδευτικής και μη ανταποδοτικής φορολόγησης
παραγωγικών δραστηριοτήτων όπως είναι οι επενδύσεις . Παρ’ όλο που οι συγγραφείς προσπαθούν να
εξηγήσουν τι συμβαίνει σε φτωχές χώρες, η θεωρία που προβάλλουν φαίνεται να
ισχύει και στην Ελλάδα, ιδίως μετά την φτωχοποίηση που
έφερε η παρατεταμένη και υψηλού κοινωνικού κόστους ύφεση στη διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής των Μνημονίων. Ο ελληνικός πληθυσμός, σε ένα μεγάλο τμήμα του, θεωρεί τα συμβαίνοντα, και εκφράζει αντίστοιχα την οργή του, ως αποτέλεσμα διαφθοράς (κάποιοι τα φάγανε τα περασμένα χρόνια και παραμένουν ατιμώρητοι). Παρόλο που η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη , η άνοδος «αντισυστημικών» σχηματισμών στην εξουσία στην Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί από την παρατεταμένη περίοδο προσοδοθηρίας που άνθησε στη δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης.
Το χειρότερο που συμβαίνει, όμως, είναι ότι η
οικονομική πολιτική στη χώρα, λόγω και των Μνημονίων, υπόκειται στις ασυνέχειες
δύο αντίρροπων δυνάμεων, εκείνες της προσαρμογής και της εμβάθυνσης στην οικονομία
της αγοράς και εκείνες της προσκόλλησης σε αναδιανεμητικές πρακτικές, με τις
κυβερνήσεις να παραμένουν έωλες και αναποφάσιστες, να καθυστερούν τις
αξιολογήσεις, να τρενάρουν τις μεταρρυθμίσεις, κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η
ερμαφρόδιτη αυτή κατάσταση δεν βοηθά την οικονομία να ανακάμψει και την χώρα να
αναπτυχθεί. Και το γεγονός ότι το 1/3 του εργατικού δυναμικού της χώρας δεν
έχει ακόμη ενταχθεί στην μισθωτή εργασία σημαίνει υστέρηση στην
πολλοίς αδυναμία καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Ricardo Hausmann, το
ποσοστό της μισθωτής εργασίας στο σύνολο του εργατικού δυναμικού είναι θετικά
σχετιζόμενο με την ανάπτυξη της οικονομίας. Στις ΗΠΑ, μόνον 1 στους 9 είναι
αυτοαπασχολούμενος ενώ στην Ινδία 19 στους 20, στο Μεξικό 2 στους 3 και στο
Περού 4 στους 5 (και στην Ελλάδα 1 στους 3). Το χαλινάρι στην ανάπτυξη του
καπιταλισμού μέσω υπερφορολόγησης, υπερρύθμισης κτλ. έχει συνέπειες. Μπορούμε
να συνεχίσουμε να φυτοζωούμε στην Ελλάδα, διώχνοντας τις επενδύσεις, αλλά έτσι,
δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αναπτυχθούμε και να στηρίξουμε την οικονομία μας στις
εσωτερικές διεργασίες αξιοποίησης της οικονομίας της αγοράς και όχι στον
υπερδανεισμό, που ούτως ή άλλως δεν είναι πλέον στις επιλογές μας. Διότι η αναδιανομή του
εισοδήματος που παράγεται αποκλειστικά από τους άλλους, χωρίς δανεικά, έχει
πάντα ημερομηνία λήξης .