Quantcast
ΣΕΚ: Πλήγμα για την ελληνική παραγωγή αν αυξηθεί ο ΦΠΑ στο βοδινό κρέας - enikonomia.gr
share

ΣΕΚ: Πλήγμα για την ελληνική παραγωγή αν αυξηθεί ο ΦΠΑ στο βοδινό κρέας

δημοσιεύτηκε:

Ενδεχόμενη αύξηση του ΦΠΑ στο βοδινό κρέας, ως ισοδύναμο, αντί της αύξησης του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, θα πλήξει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής κτηνοτροφικής παραγωγής, που ήδη συρρικνώνεται, είπαν εκπρόσωποι των κτηνοτρόφων στο «Πρακτορείο 104,9 FM», ενώ έθιξαν και την παράμετρο αντικρουόμενων συμφερόντων σε ευρωπαϊκές χώρες, από τις οποίες η χώρα μας εισάγει κρέατα.

«Στην Ελλάδα η (ετήσια) κατανάλωση του βοδινού κρέατος είναι περίπου 120.000-130.000 τόνοι. Από αυτούς, οι 100.000 τόνοι είναι εισαγόμενοι, με πρώτη χώρα εισαγωγής τη Γαλλία, από την οποία εισάγουμε 50.000 τόνους, δηλαδή, το 50% και μετά έρχεται πολύ χαμηλά η Ολλανδία με 11.000 τόνους, η Γερμανία με 8.000, κ.τ.λ. Προσέξτε τώρα. Στα χοιρινά έχουμε εισαγωγή 200.000 τόνους. Από την Ολλανδία εισάγουμε τους 100.000 τόνους, το 50%, από τη Γερμανία 36.000 τόνους και τη Γαλλία πολύ λιγότερους» είπε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, Τάκης Πεβερέτος και πρόσθεσε σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο:

«Είχαμε πει από τότε -την προηγούμενη φορά που το είχανε πάει στο 23%- ότι εδώ πρόκειται για έναν ενδοκοινοτικό πόλεμο μεταξύ χωρών που έχουν συμφέροντα στην αγορά της χώρας μας, τα οποία όμως χτυπάνε την ντόπια παραγωγή. Τι δηλαδή; Στην ουσία τι θα γίνει εάν πάμε σε ΦΠΑ 23% στο βοδινό; Θα αυξηθεί η τιμή του βοδινού κρέατος σε σχέση με του χοιρινού και ο κόσμος, λογικά, με τη φτώχια που περνάει και με την κρίση που υπάρχει, θα πάει στο πιο φθηνό κρέας. ‘Αρα, θα έχουμε αύξηση των χοιρινών από την Ολλανδία, από την οποία εισάγουμε 100.000 τόνους χοιρινού και θα έχουμε μείωση του εισαγόμενου βοδινού από τη Γαλλία, οι οποίοι φέρνουν κι εκείνοι το 50% του βοδινού».

«Πρόκειται, δηλαδή, κατά τη γνώμη μας, για ένα πόλεμο συμφερόντων, χωρών, οι οποίες παίζουν επάνω στην καμπούρα μας. Και το κυριότερο είναι ότι αυτοί δεν έχουν επιπτώσεις γιατί τα εξαγόμενα δεν πληρώνουν ΦΠΑ, πληρώνουν στον τελικό καταναλωτή. Δηλαδή θα την πληρώσει ο τελικός καταναλωτής και ο Έλληνας κτηνοτρόφος, γιατί δε θα υπάρχει ανταγωνιστικότητα πια στα δικά μας βοδινά» συνέχισε ο κ. Πεβερέτος.

Ο κ. Πεβερέτος αναφέρθηκε σε μια σειρά από ρυθμίσεις, «με επιμονή της τρόικας», στα χρόνια των μνημονίων (23% στο ΦΠΑ στα ζώντα ζώα, 23% στις ζωοτροφές, αύξηση στην ενέργεια, αύξηση στη φορολογία των κτηνοτρόφων), οι οποίες αύξησαν ακόμη περισσότερο το κόστος παραγωγής του ελληνικού κρέατος και συρρίκνωσαν την ντόπια παραγωγή.

«Οι εισαγωγές είναι πάνω από 70-72% το χοιρινό και πάνω από 80% το βοδινό. Μιλάμε τώρα, για εγκατάλειψη της ελληνικής παραγωγής και άνοιγμα του ισοζυγίου πληρωμών. Μόνο η εισαγωγή χοιρινών και βοδινών είναι κοντά στα 800.000.000 ευρώ, το χρόνο. Καταλαβαίνετε, τι σημαίνει αυτό; Δηλαδή, θα είμαστε σε λίγο πλήρως εξαρτώμενοι για τις βασικές πρωτεϊνούχες τροφές, όπως είναι το κρέας, από εισαγωγές. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα οικονομικά, έχει να κάνει με την εγκατάλειψη της υπαίθρου, έχει να κάνει με τον πολιτισμό μας, έχει να κάνει με την επιβίωση της χώρας».

Ο κ. Πεβερέτος σημείωσε ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αυξηθεί, αλλά, αντιθέτως, να μειωθεί η φορολογία, ώστε να καταστεί ανταγωνιστική η ελληνική κτηνοτροφία.

«Εμείς δεν βάζουμε το ζήτημα να μην μπει σε μας (πρόσθετος φόρος) και να μπει σε κάποιους άλλους. Εμείς λέμε να μην μπει. Και αντίθετα, πρέπει να μειωθεί για να αποκτήσει ανταγωνιστικότητα η ελληνική κτηνοτροφία. Διαφορετικά πάμε σε εγκατάλειψή της και θα είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από τις εισαγωγές. Και πάνω στην πλάτη μας παίζουν οι χώρες και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, αυτές που μας επέβαλαν τα μνημόνια».

«Εμείς ζητάμε τα προϊόντα ζωικής προέλευσης κρέατα, γάλατα, κ.τ.λ. ο (φορολογικός) συντελεστής να είναι ειδικός και να πέσει κάτω από το 10%. Εάν δεν το κάνουν αυτό, σε λίγο δεν θα έχουμε ελληνική παραγωγή. Ήδη πρέπει να σας πω ότι τα μνημονιακά χρόνια έχουν φύγει από την παραγωγή 25.000 εκμεταλλεύσεις. Έχουν φύγει, δηλαδή εγκατέλειψαν. Από 6.000 αγελαδοτρόφους έχουμε πέσει στους 3.000» επεσήμανε ο κ. Πεβερέτος.

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Συνδέσμου Αγελαδοτρόφων (Γαλακτοπαραγωγής), Γιώργος Κεφαλάς μίλησε στην εκπομπή για τη συρρίκνωση της παραγωγής του ελληνικού γάλακτος τα τελευταία χρόνια.

«Φθίνει συνεχώς. Για φέτος υπάρχει πρόβλεψη ότι παρά την κατάργηση των ποσοστώσεων θα πέσουμε κάτω από το ψυχολογικό φράγμα των 600.000 τόνων γάλακτος ελληνικής προέλευσης (ετησίως), όταν οι ανάγκες είναι μεταξύ 1.200.000 και 1.500.000. Παράγουμε λίγο λιγότερο από το μισό, από αυτό που καταναλώνουμε. Το υπόλοιπο εισάγεται είτε σε αυτούσια μορφή, ως γάλα, είτε μεταποιημένο προϊόν, δηλαδή, προϊόντα γιαούρτης, επιδόρπια, κίτρινα μαλακά τυριά, κ.τ.λ.».

Ο κ. Κεφαλάς σημείωσε, ότι μετά και από την περσινή ρύθμιση για την κατάργηση της υποχρέωσης αναγραφής της προέλευσης του γάλακτος, πολλές βιομηχανίες προαιρετικά πλέον βάζουν το ελληνικό σήμα προέλευσης, ωστόσο στις περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται στη συσκευασία θα πρέπει οι καταναλωτές να αναζητούν προσεκτικότερα την προέλευση του γάλακτος και από τον κωδικό στην ετικέτα και να επιδείξουν έναν «πατριωτικό καταναλωτισμό», εμπιστευόμενοι τα ελληνικά κτηνοτροφικά προϊόντα. Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη να γίνουν ενέργειες για να μειωθεί το κόστος παραγωγής, κυρίως το κόστος της ενέργειας (ρεύμα και πετρέλαιο).

«Πληρώνουμε από τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη και αυτό έχει να κάνει με τον προσδιορισμό των ειδικών φόρων από την μεριά του κράτους. Το δεύτερο είναι αναδιάρθρωση των εκμεταλλεύσεων για να μειωθεί το κόστος ζωοτροφών, που είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, χαμηλό κόστος χρήματος, είναι αυτά που χρειάζεται όλη η ελληνική οικονομία» είπε ο κ. Κεφαλάς.

Σε ερώτηση, εάν μπορεί να αναστραφεί η κατάσταση στην ελληνική κτηνοτροφία, ο κ. Κεφαλάς δήλωσε αισιόδοξος, υπό τον όρο να ληφθούν μέτρα και να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές.

«Θέλω να είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος και νομίζω, ότι αν αναστραφεί το κλίμα στην ελληνική οικονομία, ό,τι γίνει στα υπόλοιπα, θα γίνει και σε μας. Νομίζω ότι υπάρχουν δυνατότητες αναστροφής. Και μάλιστα έχουμε και προτάσεις, που εάν πέσει το κόστος παραγωγής και γίνουν κάποια διαρθρωτικά πράγματα – σταδιακά δεν σας λέω αύριο το πρωί – αλλά σε βάθος πενταετίας, εξαετίας να μπορούμε ενδεχομένως να πάμε και στο ένα εκατομμύριο τόνους (γάλακτος)».

share
Σχόλια Αναγνωστών
Ροή
Οικονομία
Επιχειρήσεις
Επικαιρότητα

Ενημερωθείτε πρώτοι με τον τρόπο που θέλετε.