ΣΕΒ: Tο οικονομικό επιτελείο έχει απωλέσει την αίσθηση του μέτρου

ΣΕΒ

Η χώρα παραμένει όμηρος μιας αυξανόμενης φορολογικής επιδρομής,επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του.

Εξ όσων διαρρέουν στα ΜΜΕ, το οικονομικό επιτελείο έχει απωλέσει την αίσθηση του μέτρου και επιδίδεται σε ασκήσεις επί χάρτου, αλλάζοντας φορολογικούς συντελεστές κατά το δοκούν, χωρίς να λαμβάνει σοβαρά υπόψη την επίδραση στη λειτουργία της οικονομίας και την επίπτωση στο οικονομικό κλίμα και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη.

Φαίνεται επίσης ότι, οι τεχνοκράτες της Τροίκας συμπλέουν με τις κυβερνητικές προτάσεις για ακόμη μεγαλύτερη φορολόγηση, στο πλαίσιο σεβασμού των επιλογών μίας κυρίαρχης κυβέρνησης, ανήμποροι (έως μοιραίοι) να αντιδράσουν στην καταστροφή του παραγωγικού ιστού της χώρας που συντελείται.

Προκρίνεται η επιβολή νέων μέτρων για την είσπραξη πρόσθετων φορολογικών εσόδων, στο πλαίσιο στήριξης της απόδοσης των μέτρων των €5,7 δισ. που έχουν συμφωνηθεί για το 2016 (εκ των οποίων €3,2 δισ. σε νέους φόρους).

Προφανώς, το δημοσιονομικό κενό προκύπτει ως αποτέλεσμα αδυναμίας περικοπής δαπανών (π.χ. Άμυνα, άχρηστοι οργανισμοί δημοσίου) και εξεύρεσης εσόδων (π.χ. τυχερά παιγνίδια, καθολική χρήση πλαστικού χρήματος για την είσπραξη του ΦΠΑ κ.ο.κ.).

Έτσι, καταλήγουμε να ξαναφορολογηθούν τα συνήθη υποζύγια των μισθωτών και συνταξιούχων και των συνεπών φορολογουμένων, με πρόσθετα μέτρα ύψους €1,5 δισ. περίπου.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τείνει να υποβαθμίζεται η σημασία οποιασδήποτε συζήτησης για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η ενίσχυση των οποίων τα τελευταία χρόνια φαίνεται να φτάνει στο τέλος της ( διάγραμμα κατωτέρω).

Ετσι, σε συνδυασμό με ένα εχθρικό προς τη λειτουργία της οικονομίας περιβάλλον, είναι ίσως επιτακτικότερη από ποτέ η ανάγκη αναβάθμισης του κοινωνικού διαλόγου για τις προοπτικές των εισοδημάτων και της απασχόλησης.

Εργαζόμενοι και εργοδότες καλούνται να διαμορφώνουν κοινό σχέδιο στήριξης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, που είναι και ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη και την ευημερία στην χώρα.

• Βιομηχανική παραγωγή, εξαγωγές και αγορά εργασίας συνεχίζουν να επιδεικνύουν διακυμάνσεις συμβατές με μια συγκρατημένη αποδυνάμωση μετά το καλοκαίρι του 2015.

Όμως, ποιοτικά στοιχεία της ανεργίας, οι τάσεις στα έσοδα από ναυτιλία και λοιπές υπηρεσίες καθώς και το Ελληνικό νηολόγιο πρέπει να θορυβήσουν τις αρχές καθώς υπενθυμίζουν ότι οι αξιοθαύμαστες αντοχές της οικονομίας καλό είναι να υποστηριχτούν σύντομα από πολιτικές μείωσης της αβεβαιότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της χώρας.

• Η εφαρμογή της «έκπτωσης φόρου» όπως ισχύει σε μισθούς και συντάξεις άνω των €5.000 απαλλάσσει μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και συνταξιούχους από την καταβολή φόρων αξίας €6,4 δις.

Ως μέτρο σύγκρισης, η αξία της υφιστάμενης (και προς διπλασιασμό) εισφοράς αλληλεγγύης επί όλων των δηλωμένων εισοδημάτων είναι €650 εκατ. και το επιπλέον έσοδο του κράτους από την προτεινόμενη αύξηση του οριακού συντελεστή άνω των €30.000 είναι (!) €100 εκατ.

Ειδικά για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα αυτό το, γενναιόδωρο ως προς το όριο φτώχειας και χωρίς εξάρτηση από την οικογενειακή κατάσταση, αφορολόγητο χάνεται στην πράξη λόγω των υψηλών και μη ανταποδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.

Συνεπώς, αντί μιας ιδεοληπτικής συζήτησης για την ακόμα πιο εντατική υπερφορολόγηση των ελάχιστων «πλουσίων» μισθωτών και συνταξιούχων που έχουν απομείνει στη χώρα, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη μια συζήτηση για το πότε το αφορολόγητο πράγματι δικαιολογείται από την οικογενειακή κατάσταση, πότε η υπερβολική αύξηση των συντελεστών δεν αποδίδει πλέον στα κρατικά έσοδα και πως η συνολική επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στη μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να μειωθεί σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια.

Και, βέβαια, προτάσεις που κυκλοφορούν για αύξηση της φορολογίας μερισμάτων, που χαϊδεύουν τα αυτιά του λαϊκισμού και αδειάζουν τις τσέπες των επενδυτών, είναι τελείως ανεδαφικές.

Δημιουργούν αντικίνητρο για τη διακράτηση μετοχών και εισάγουν άνιση μεταχείριση μεταξύ ξένων και ελλήνων επενδυτών, με αποτέλεσμα να καθίσταται προβληματική η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και η συνεργασία ξένων με έλληνες επενδυτές.

Exit mobile version