Την ανάγκη άμεσου ανασχεδιασμού του μείγματος οικονομικής πολιτικής, καθώς η ελληνική οικονομία δεν θα αντέξει την άγρια λιτότητα που φαίνεται να προκρίνεται για τα επόμενα τρία χρόνια, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, όπως σημειώνεται, «η κυβέρνηση, εκούσα άκουσα, διαπραγματεύεται το συνολικό πακέτο λιτότητας μέχρι το 2018, με πιθανολογούμενο αντάλλαγμα κάποια διευθέτηση για το χρέος.
Από τις μέχρι σήμερα εξελίξεις τεκμαίρεται ότι η υπόσχεση για την ελάφρυνση του χρέους δεν πρόκειται να υλοποιηθεί πριν την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του 3ου Μνημονίου.
Δεδομένου του ελλείμματος αξιοπιστίας, όπου ακόμη και η ψήφιση νόμων (όπως για το ασφαλιστικό το 2010) δεν σημαίνει απαραίτητα και την εφαρμογή τους, είναι πιθανόν οι πιστωτές να απαιτήσουν την ψήφιση όλων των μέτρων λιτότητας και λοιπών δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις μέχρι το 2018 και να συγχρονίσουν τις εκταμιεύσεις, αλλά και τον ρυθμό ελάφρυνσης του χρέους, με τον βαθμό υλοποίησης των μέτρων που ψηφίζονται.
Ήδη, εδόθη στην δημοσιότητα το κείμενο νομοσχεδίου με τις, κατά το μάλλον ή ήττον, γνωστές φορολογικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις άμεσης εφαρμογής, των οποίων τις επιπτώσεις θα επαναξιολογήσουμε όταν ολοκληρωθεί η συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση.
Στο πλαίσιο αυτό, πάντως, προκύπτει η ανάγκη άμεσου ανασχεδιασμού του μίγματος πολιτικής καθώς η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να αντέξει την άγρια λιτότητα που φαίνεται να προκρίνεται για τα επόμενα τρία χρόνια.
Ο ΣΕΒ προτείνει, κατ’ ελάχιστον, να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην ουσιαστική πάταξη της φοροδιαφυγής με την εφαρμογή γενικευμένων ηλεκτρονικών διασταυρώσεων εισοδηματικών ροών και συσσωρευμένης περιουσίας και την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλη την αγορά.
Αυτό θα επιτρέψει την μείωση των φορολογικών συντελεστών για τους συνεπείς φορολογούμενους ιδιώτες και επιχειρήσεις (που δημιουργούν τα σταθερά εισοδήματα και τις υγιείς θέσεις απασχόλησης), τη θέσπιση φοροαπαλλαγών για την τόνωση των επενδύσεων και τη δραστική μείωση των φόρων στην ενέργεια που υποσκάπτουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.
Επίσης, επειδή οι καιροί ου μενετοί, προβάλλει πλέον ως επιτακτική ανάγκη η αποτελεσματική προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων/αποκρατικοποιήσεων, η ενεργή διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, στη βάση της αξιοπιστίας που κτίζεται με την πειθαρχημένη υλοποίηση του 3ου Μνημονίου.
Προκύπτει, επίσης, ανάγκη άμεσης εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που δημιουργούν τις συνθήκες για την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, δηλαδή της αύξησης της σχετικής κερδοφορίας των δυναμικών κλάδων των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών σε σχέση με τους παραδοσιακούς κλάδους.
Οι τελευταίοι απολαμβάνουν σημαντικά υψηλότερης κερδοφορίας σε αναντιστοιχία με την χαμηλή παραγωγικότητά τους, εμποδίζοντας τη μεταφορά πόρων στους κλάδους που δημιουργούν ανταγωνιστικές και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, που δεν βασίζονται σε φοροδιαφυγή, προστασία από τον ανταγωνισμό, δημοσιονομικά ελλείμματα και δανεισμό από το εξωτερικό.
• Μετά την αφαίρεση εκτάκτων εσόδων του 2015 και του 2016, προκύπτει ότι η ταμειακή εκτέλεση του προϋπολογισμού ενισχύεται από την αύξηση των εσόδων, απόρροια της αύξησης των φόρων το 2015, καθώς και τη συγκράτηση των ταμειακών δαπανών.
Η βιομηχανική παραγωγή τελεί εν αναμονή σαφέστερων προοπτικών ανάκαμψης, ενώ ο εμπορικός στόλος με Ελληνική σημαία συνεχίζει να μειώνεται.
• Η αναβάθμιση των δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας με τις απαραίτητες υποδομές που θα τα καταστησουν «έξυπνα δίκτυα» μπορεί να συνεισφέρει καθοριστικά στην αύξηση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας της χώρας.
Η δυνατότητα αξιοποίησης της προσφοράς πολλών μικρών και μεγάλων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και, παράλληλα, της βέλτιστης διαχείρισης της ζήτησης δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης των περιβαλλοντολογικών επιδόσεων.
Θέτει όμως παράλληλα και μεγάλες προκλήσεις στον διαχειριστή του συστήματος, καθώς απαιτεί την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων, τις οποίες η χώρα μας έχει ήδη δεσμευτεί ότι θα πραγματοποιήσει έως το 2020. Μάλιστα αυτές οι επενδύσεις μπορεί να έχουν μεγάλη προστιθέμενη αξία εφόσον γίνει έγκαιρα ένας προσεκτικός σχεδιασμός και κατάλληλη ενημέρωση των εγχώριων βιομηχανιών».