Οι αποκρατικοποιήσεις μπορούν να «οδηγήσουν» τη χώρα σε πορεία ανάπτυξης, αλλά και να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης, τονίζει στην εβδομαδιαία οικονομική του ανάλυση ο ΣΕΒ.
Μάλιστα, σε μια ιστορική αναδρομή ο Σύνδεσμος περιγράφει τη διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων στη Γερμανία και στην Αγγλία μετά το 1979, αλλά και πώς εξελίχθηκαν οι αποκρατικοποιήσεις στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’90 και μετά, αλλά και μέσα στα χρόνια των μνημονίων.
Όπως αναφέρει στην έκθεση ο ΣΕΒ «από το 2004 επανέρχονται οι αποκρατικοποιήσεις στο
προσκήνιο με περιπτώσεις όπως της Γενικής και Εμπορικής Τράπεζας αλλά και την πώληση της Ολυμπιακής και τη σύμβαση εκχώρησης στην Cosco της προβλήτας ΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά. Παράλληλα όμως συνεχίστηκε και η πρακτική των μετοχοποιήσεων. Με την έναρξη του μνημονίου το 2010 συμφωνήθηκε η εκπόνηση ενός προγράμματος αποκρατικοποιήσεων το οποίο, στην αρχική του έκδοση, είχε ως φιλόδοξο στόχο την άντληση €50 δις., όπως αποτύπωνε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2011-2015, αποτίμηση που όμως σταδιακά έφθινε καθώς η απροθυμία προώθησης του προγράμματος και η κρίση αποθάρρυναν το επενδυτικό ενδιαφέρον».
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ «παρά με την υποχώρηση των αποτιμήσεων όμως, κρίσιμες υποδομές και δίκτυα που δεν είχαν απελευθερωθεί και αποκρατικοποιηθεί στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές της δεκαετίας του 90 έως την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, εντάχθηκαν στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Έκτοτε, αν και με αργό ρυθμό, οι σχετικές διαδικασίες έχουν σταδιακά ωριμάσει σε αρκετές εκ των περιπτώσεων
αυτών. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μοναδικές ευκαιρίες τόσο για τους δυνητικούς αγοραστές, όσο και για τη χώρα, καθώς ένας αντίστοιχος συνδυασμός αποκρατικοποιήσεων και ουσιαστικής απελευθέρωσης κρίσιμων αγορών δικτύων δεν υπάρχει σε άλλη χώρα.
«Οι ευκαιρίες για τη χώρα δεν έγκεινται τόσο στο άμεσο ταμειακό όφελος, καθώς η αποθάρρυνση των επενδυτών αναπόφευκτα πιέζει τις τιμές, αλλά κυρίως στο ότι τα, προς αποκρατικοποίηση, περιουσιακά στοιχεία καλύπτουν μια σειρά κρίσιμων δικτύων και υποδομών που μπορεί να συνεισφέρουν, με εκρηκτικό τρόπο, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η εμπειρία από την Προβλήτα ΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά (Δελτίο 2/7/2015) αλλά και η διεθνής εμπειρία, δείχνουν το τι είναι εφικτό. Μάλιστα, η αποκρατικοποίηση δικτύων και κρίσιμων υποδομών στον βαθμό που συνοδεύεται από την ουσιαστική απελευθέρωση των αντίστοιχων αγορών, έχει τη δυνατότητα να τοποθετήσει τη χώρα σε μια πορεία ανάπτυξης που στο τέλος θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη δημιουργία 1,5 -2 εκατ. θέσεων εργασίας, μεταξύ των οποίων κυρίως γυναικών και νέων.
Η μετατόπιση του επιπέδου ρύθμισης αγορών δικτύων στην Ελλάδα καθώς και τα ποσοστά απασχόλησης πληθυσμού που καταγράφονται στον μέσο όρο των χωρών μελών της ΕΕ, που είναι και μέλη του ΟΟΣΑ, είναι συμβατή με αύξηση της απασχόλησης κατά 1,4 εκατ. εκ των οποίων 1 εκατ. γυναίκες, ενώ η προσέγγιση των χωρών με την καλύτερη επίδοση μπορεί να εξασφαλίσει έως και 2 εκατ. νέες θέσεις εργασίας».