Την εισαγωγή ρήτρας νησιωτικότητας σε όλες τις ευρωπαϊκές οδηγίες, για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, αλλά και την ανάγκη εφαρμογής -σε ευρωπαϊκό επίπεδο- ενός μεταφορικού ισοδύναμου, με αξιόπιστες, συχνές και προσιτές συγκοινωνίες, ζήτησε ο υφυπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Νεκτάριος Σαντορινιός, μιλώντας στο πλαίσιο του προγράμματος ακρόασης για τη νησιωτικότητα που διοργανώθηκε στη Μάλτα, στο πλαίσιο ανάληψης της προεδρίας από την ΕΕ.
Ο κ. Σαντορινιός επεσήμανε την ανάγκη αλλαγής του μοντέλου ανάπτυξης στα νησιά, προκειμένου να διασφαλιστεί η αυτονομία τους και η ισότητα των νησιωτών ως πολιτών της ΕΕ, προσθέτοντας ότι «ο τουρισμός, με την υψηλή εποχικότητα που παρουσιάζει ο κλάδος, δεν μπορεί, πλέον να αποτελεί την μοναδική πηγή ανάπτυξης».
Πρότεινε ως μοντέλο, αυτό που μπορεί να συνδυάζει τις μεταφορές με την παραγωγή ενέργειας, την ενέργεια με τον σεβασμό στο περιβάλλον, το περιβάλλον ως πρωτογενή πηγή παραγωγής, την παραγωγή ως βάση για μεταποίηση και υπηρεσίες, τις δημόσιες υπηρεσίες ως δείγμα λειτουργικότητας σε ειδικές συνθήκες, έτσι ώστε τα νησιά να καθίστανται βιώσιμα όλες τις εποχές του έτους.
Πρόσθεσε σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ότι οι όποιες αναπτυξιακές παρεμβάσεις δεν πρέπει να στοχεύουν μόνο στην αύξηση του ΑΕΠ, αλλά και στη βελτίωση του μέσου όρου συνθηκών ζωής και στην ποιότητα ζωής με όρους ανθρώπινης ανάπτυξης.
Ο υφυπουργός παρατήρησε, ότι οι πολιτικές συνοχής κατανέμονται στις περιφέρειες με βάση το τοπικό ΑΕΠ, κάτι που δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως για τη νησιωτική περιφέρεια, καθώς παρουσιάζεται συχνά το πρόβλημα, το μεγάλο νησί να καταγράφει εξαιρετικά μεγάλο ρυθμό ανάπτυξης έναντι των υπολοίπων μικρών.
Πρότεινε την ίδρυση ενός κοινού αναπτυξιακού ταμείου, όπου θα χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά αναπτυξιακά εργαλεία, εφαρμόζοντας και εξετάζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιωτικών και απομακρυσμένων περιοχών.
Ιδιαίτερη βαρύτητα στην ομιλία του έδωσε ο υφυπουργός, στην οικονομική ζωή των νησιών, την οποία χαρακτήρισε δυσχερή λόγω ολιγοπωλιακών συνθηκών.
Οι ολιγοπωλιακές αγορές πρόσθεσε, ωθούν τις τιμές των προϊόντων σε επίπεδα αρκετά υψηλότερα από τις ανταγωνιστικές, γεγονός που έχει διπλή αρνητική επίδραση, όσο στην κατανάλωση, όσο και στην παραγωγή, αυξάνοντας το κόστος των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.