Ρυθμό ανάπτυξης 1,5% φέτος και 2% το 2018 προβλέπει ο οίκος S&P

Την ευρεία επίτευξη των
στόχων του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος προβλέπει ο οίκος πιστοληπτικής
αξιολόγησης S&P, όπως αναφέρει στους λόγους που τον οδήγησαν στην
απόφαση να αναθεωρήσει σε θετική από σταθερή την προοπτική του ελληνικού
αξιόχρεου Β-/Β (μακροπρόθεσμου και βραχυπρόθεσμου). «Η ανάκαμψη της οικονομίας,
που θα ενισχυθεί από την εκταμίευση των 0,8 δισ. ευρώ τον Ιούλιο (0,4% του ΑΕΠ)
για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, θα βοηθήσει τις Αρχές να επιτύχουν
τους περισσότερους από τους δημοσιονομικούς όρους, καθώς τα έσοδα από τους
έμμεσους φόρους (ιδιαίτερα τον ΦΠΑ)
αναμένεται να κινηθούν καλά», σημειώνεται.



Ο οίκος προβλέπει ότι η
Ελλάδα θα καταγράψει στην περίοδο 2017-2020 πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής
κυβέρνησης περίπου 3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, παράλληλα με έναν μέσο ρυθμό
αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ 2,8%, που θα επιτρέψουν στο χρέος της γενικής
κυβέρνησης να μειωθεί στο 158% του ΑΕΠ το 2020 από 179% το 2016. «Οι προβλέψεις
μας για τη σχέση χρέους/ΑΕΠ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την επιτάχυνση του
πραγματικού και ονομαστικού ΑΕΠ, αν και σημειώνουμε ότι η πρόσφατη
δημοσιονομική επίδοση ήταν ενθαρρυντική», αναφέρεται. Ο οίκος προβλέπει, όπως
προκύπτει από τον πίνακα που επισυνάπτει, ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας 1,5% για φέτος, που θα ενισχυθεί στο 2% το 2018 και το 2,7% το 2019
και το 2020. Όσον αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα, προβλέπει ότι θα φθάσει στο
1,8% του ΑΕΠ φέτος, στο 3,6% το 2018 και το 2019 και στο 3,5% το 2020.



Για το ελληνικό τραπεζικό
σύστημα, ο S&P αναφέρει ότι παραμένει με
προβλήματα, «αν και δεν θεωρούμε ότι επαπειλείται κίνδυνος ενός ακόμη γύρου
ανακεφαλαιοποίησης από το κράτος».



«Πιστεύουμε ότι οι
προκλήσεις για την εφαρμογή περαιτέρω δημοσιονομικών μέτρων και άλλων
ενδεχομένως μη δημοφιλών μεταρρυθμίσεων – όπως αυτών που σχετίζονται με τις
αγορές προϊόντων και εργασίας, τη δημόσια διοίκηση και τις ιδιωτικοποιήσεις –
παραμένουν σημαντικές», αναφέρει ο οίκος.



Ο οίκος θα μπορούσε να
εξετάσει μία αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, εάν εγκριθούν οι δεσμεύσεις
του Eurogroup για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, που θα επιτρέψει
μία περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και μία περαιτέρω
επιμήκυνση του προφίλ του κρατικού χρέους. Μία αναβάθμιση του αξιόχρεου θα
μπορούσε να προκύψει, επίσης, από μία περίοδο σταθερής οικονομικής ανάπτυξης
και μίας ανάκαμψης της αγοράς εργασίας. «Θα μπορούσαμε, επίσης, να εξετάσουμε
μία αναβάθμιση, εάν ο τραπεζικός τομέας μειώσει περαιτέρω την εξάρτησή του από
την επίσημη χρηματοδότηση, αντανακλώντας μία σταδιακή επιστροφή της
εμπιστοσύνης και των καταθέσεων στο σύστημα ή πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την
αγορά».











Exit mobile version