Στο έντονο παρασκήνιο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης Ομπάμα και των Ρεπουμπλικανών για την άρση της δυνατότητας που δόθηκε στο ΔΝΤ, με αφορμή την περίπτωση της Ελλάδας, να χορηγεί στις χώρες – μέλη του δάνεια μεγαλύτερα από ότι προβλέπουν οι κανόνες του, αναφέρεται δημοσίευμα της εφημερίδας Wall Street Journal.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, οι Ρεπουμπλικάνοι μπλόκαραν συνεχώς από το 2010 την έγκριση της συμφωνίας που είχε υπογραφεί – και από τις ΗΠΑ – για την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής των μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών – κυρίως της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας – στο μετοχικό κεφάλαιο του Ταμείου, με την οποία θα αποκτούσαν και μεγαλύτερη δύναμη στη λήψη των αποφάσεων του.
Για να δώσουν το «πράσινο φως» οι Ρεπουμπλικάνοι, ζητούσαν από την κυβέρνηση Ομπάμα παραχωρήσεις σε άλλα θέματα οικονομικής πολιτικής, όπως την ανάκληση του νόμου για την ιατρική περίθαλψη (τον λεγόμενο Obamacare). Στο τέλος, έλαβαν ως αντάλλαγμα, την ανάκληση του κανόνα για κατ’ εξαίρεση δανεισμό μίας χώρας (πέραν των υφιστάμενων κανόνων του Ταμείου).
Κρίσιμο ρόλο στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις έπαιξαν, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Τζον Τέιλορ, ένας οικονομολόγος του πανεπιστημίου του Στάνφορντ και πρώην διπλωμάτης την περίοδο της προεδρίας του George W. Bush, ο οποίος ήταν συχνά επικριτικός έναντι της οικονομικής πολιτικής του Ομπάμα. Ο Τέιλορ είδε έναν πιθανό πολιτικό συμβιβασμό στην ανάκληση της ειδικής εξαίρεσης αναφορικά με τους κανόνες δανεισμού του ΔΝΤ, η οποία θα απαντούσε στις ανησυχίες των Ρεπουμπλικανών για τις υπερβολές του ΔΝΤ.
Ο κ. Τέιλορ θεωρεί ότι η εξαίρεση αυτή όχι μόνο επέτρεψε τη διάσωση των ιδιωτών πιστωτών της Ελλάδας εις βάρος των χρημάτων των φορολογούμενων, αλλά και ότι υποδαυλίζει την αστάθεια. Η εξαίρεση, προειδοποίησε ο ίδιος το Κογκρέσο, άφηνε την πόρτα ανοιχτή να επηρεάζονται οι αποφάσεις του ΔΝΤ από την πολιτική και όχι την οικονομία, δημιουργώντας πιθανόν «ανώμαλα κίνητρα, μεταξύ των οποίων και τον ηθικό κίνδυνο, οδηγώντας σε υπερβολική ανάληψη κινδύνου και επώδυνες διεθνείς επιπτώσεις».
Η πρόταση του Τέιλορ άρχιζε να αποκτά δυναμική, τόσο στους πολιτικούς του Κογκρέσου όσο και στο ΔΝΤ. Κατ’ ιδία, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, για την οποία η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν η αδυναμία έγκρισης της μεταρρύθμισης στη διοίκηση του Ταμείου, εκδήλωσε επίσης ενδιαφέρον. Σε μία συνάντηση που είχε πέρυσι στο Στάνφορντ, η Λαγκάρντ είπε στον Τέιλορ ότι είναι ανοικτή στη διερεύνηση της πρότασής του. Το προσωπικό του ΔΝΤ είχε συστήσει από τον περασμένο Ιούνιο την κατάργηση της εξαίρεσης και πολλά από τα στελέχη του Διοικητικού Συμβουλίου του αργότερα στήριξαν την κατάργηση της εξαίρεσης. Έως τον περασμένο Οκτώβριο, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών δεν έδειχνε, ωστόσο σημάδια, ότι ήθελε να υποκύψει στην απαίτηση αυτή των Ρεπουμπλικανών., αλλά αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να μην προχωρήσουν για μία ακόμη χρονιά οι αλλαγές στο καταστατικό του ΔΝΤ, τελικά υποχώρησε.
Η αμερικανική κυβέρνηση αναφέρει ότι ο συμβιβασμός δεν βλάπτει τα αμερικανικά συμφέροντα. Η στήριξη του υπουργείου Οικονομικών ανοίγει τώρα τον δρόμο για να επανέλθει το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ στους κανόνες δανεισμού του και να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνησή του.