Προβόπουλος: Ύστερα από οκτώ χρόνια μνημονίων η δουλειά παραμένει ημιτελής

Το θεωρούμενο ως οικονομικό πρόβλημα της χώρας έχει πρωτίστως
πτυχές/αιτίες πολιτισμικές, θεσμικές, πολιτικές και κοινωνικές. Αυτές ακριβώς
οι αιτίες έρχονταν από το παρελθόν και λειτούργησαν επί σειρά ετών υπονομευτικά
και διαβρωτικά στην οικονομία. “Γι’ αυτό και ήταν πρακτικά ανέφικτο
να αντιμετωπιστούν οι συνέπειές τους σε σύντομο χρόνο, όταν η διεθνής κρίση
οξύνθηκε”, υποστήριξε ο τέως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, στην παρέμβασή του για το βιβλίο του πρώην υπουργού Οικονομίας,
Γιάννη Παπαθανασίου (“8 μήνες”).


Όπως σημειώνεται
στο κείμενο του κ. Προβόπουλου, που δημοσιεύει η “Καθημερινή της
Κυριακής”, η χώρα έχει διανύσει οκτώ άκρως οδυνηρά μνημονιακά χρόνια, έχει
εφαρμόσει τρία διαδοχικά μνημόνια με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος,
βρίσκεται υπό στενή εποπτεία και πίεση από τους δανειστές της, κι όμως ακόμη
και έως σήμερα “η δουλειά δεν έχει ολοκληρωθεί. Παραμένει
ημιτελής!”.


Αφού κάνει μια
ιστορική αναδρομή όσον αφορά τη δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας μετά την
ένταξή της στην ΟΝΕ, ο κ. Προβόπουλος σημειώνει: “Είναι πρόδηλο πως οι
παθογένειες αναπτύχθηκαν σε βάθος χρόνου και αφέθηκαν εν πολλοίς αδιόρθωτες, με
αποτέλεσμα να προσλάβουν διαστάσεις τέτοιες που η αντιμετώπισή τους ούτε εύκολη
θα μπορούσε να είναι ούτε γρήγορη. Με άλλα λόγια, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο,
πρακτικά αδύνατο πιστεύω, να τις θεραπεύσει μια κυβέρνηση, αντιμέτωπη με όλες
τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και τη σχεδόν πάνδημη άρνηση της
κοινωνίας. Έτσι το μνημόνιο, ακριβέστερα όχι μόνο έναν αλλά τρία διαδοχικά,
ήταν απλώς η μοιραία κατάληξη των πραγμάτων”.


Ο κ. Προβόπουλος
παρουσιάζει τα συμπεράσματά του, τα οποία δίνουν το στίγμα της δεκαετίας 2008-2017, σε μία προσπάθεια να
περιγράψει αυτό που ακολούθησε μετά τον Μάιο του 2010:


Πρώτον, τα προβλήματα της Ελλάδας
ήταν κατά βάση διαρθρωτικά και σωρεύτηκαν σε βάθος χρόνου. Γι’ αυτό και
απαιτήθηκε περισσότερος χρόνος αντιμετώπισής τους. Ακόμη και σήμερα τα
προβλήματα αυτά φοβούμαι ότι δεν έχουν εξαλειφθεί.


Δεύτερον, η στάση του πολιτικού
κόσμου και της κοινωνίας μαρτυρεί άρνηση αποδοχής και κατανόησης της
πραγματικότητας, αλλά και άγνοια των κινδύνων. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν
έγινε στη Βουλή μια συζήτηση για το υπ’ αριθμόν ένα οικονομικό πρόβλημα της
χώρας, σε μια νηφάλια προσπάθεια διερεύνησης των βαθύτερων αιτιών αλλά και
αναζήτησης των πρόσφορων λύσεων. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης η εκάστοτε
αντιπολίτευση καλλιέργησε συστηματικά την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να
ξαναγυρίσουμε στην προ κρίσης εποχή.


Τρίτον, καμία μνημονιακή
κυβέρνηση δεν ετοίμασε το δικό της πρόγραμμα δράσης και εξόδου από την κρίση.
Γι’ αυτό έχω υποστηρίξει ότι η χώρα στερείτο, και στερείται ακόμη,
business plan.


Τέταρτον, όχι μόνο δεν υπήρξε εκ
μέρους μας συνολική πρόταση, αλλά και το επιβληθέν από τους δανειστές
μνημονιακό πρόγραμμα ποτέ δεν υιοθετήθηκε πλήρως και ως ενιαίο σύνολο από την
ελληνική πλευρά. Αυτό εξηγεί το συνεχές “κατενάτσιο”, τις ολιγωρίες,
την πεισματική άρνηση της χώρας να πράξει αυτό που είχε συμφωνήσει.


Πέμπτον, επιδείξαμε σοβαρές
καθυστερήσεις στον τομέα των διαρθρωτικών παρεμβάσεων. Αυτό ενέτεινε την
αβεβαιότητα, και ανέβασε κατακόρυφα το οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Έτσι,
ύστερα από οκτώ χρόνια, η δουλειά παραμένει ημιτελής.


Έκτον, οι μεταρρυθμίσεις που
έγιναν δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις γνήσιες, πραγματικά δηλαδή δομικές
βελτιώσεις, άλλοτε λόγω κακού σχεδιασμού και άλλοτε λόγω πλημμελούς εφαρμογής.
Η δημόσια διοίκηση, παρά τις δεκάδες παρεμβάσεων, φοβούμαι πως λειτουργεί
σήμερα χειρότερα σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο.


Έβδομον, στο πολιτικό σύστημα και
στην κοινωνία υπήρχε μια κάθετη διαίρεση. Η διαίρεση αυτή παρεμπόδισε
ποικιλότροπα την ομαλή εφαρμογή των προγραμμάτων, ανέβασε στα ύψη τον λογαριασμό
και σε διάφορες φάσεις έλαβε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά.







Exit mobile version