Εφιαλτικές εκτιμήσεις για την ακρίβεια στα τρόφιμα εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία κάνει ο πρόεδρος του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, Βασίλης Κορκίδης Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πρόεδρος του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, ως “τέλεια καταιγίδα” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό που σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει η παραγωγή, η μεταποίηση και το εμπόριο του κλάδου των τροφίμων.
Η ρωσο-ουκρανική σύρραξη και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην Ρωσία από την ΕΕ ανέτρεψαν τις ροές των μαλακών, ως επι το πλείστων, σιτηρών γεγονός που οδήγησε στην εκτίναξη των τιμών στα Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η τιμή του μαλακού σιταριού για συμβόλαια παράδοσης Μαρτίου, συνεχίζει ο ίδιος, “δηλαδή του μήνα που διανύουμε, στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Παρισιού, η τιμή που αποτελεί βασικό δείκτη για τις τιμές των σιτηρών στην Ευρώπη, έφθασε πρόσφατα μέχρι τα 390 ευρώ ανά τόνο από τα 274 προς της έναρξης της σύρραξης με την πρώτη ημέρα της εισβολής να διαμορφώνεται κοντά στα 350 ευρώ. Εξ αυτού του γεγονότος είναι προφανές ότι τελικά οι αλευροβιομηχανίες και οι αρτοποιοί θα κληθούν να πληρώσουν πολύ πιο πάνω από 400 ευρώ τον τόνο, καθώς θα πρέπει να συμπεριληφθεί τουλάχιστον το μεταφορικό κόστος”.
Ταυτόχρονα, όπως υπογραμμίζει ο κ. Κορκίδης, οι θαλάσσιες και οδικές μεταφορές έχουν εκτοξευτεί ελέω της, με γεωμετρική πρόοδο, αύξησης που έχουν λάβει τα καύσιμα και φυσικά η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που επηρεάζει όλο το φάσμα της μεταποίησης των σιτηρών, με την τιμή του ψωμιού να έχει αυξηθεί κάτι περισσότερο του 10%, τα δημητριακά 8% και τα ζυμαρικά 30%, σε σχέση με τις τιμές πριν λίγους μήνες. Για παράδειγμα ο πρόεδρος του ΠΕΣΑ ανέφερε ότι, σήμερα, ο μηνιαίος λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος για την παραγωγή σε ένα μικρό αρτοποιείο είναι πλέον 3.000 ευρώ, από 1.000 ευρώ που ήταν πριν. Ταυτόχρονα, παραμένει άγνωστο, εάν θα υπάρξει συνολική αντίδραση σε επίπεδο Ε.Ε. για το ενεργειακό, ώστε να συγκρατηθεί τελικά αυτό το κόστος. “Είναι προφανές, συνεχίζει ο ίδιος, ότι από ένα σημείο και μετά ούτε η αλευροβιομηχανία, ούτε και τα αρτοποιεία θα μπορούν να συνεχίσουν την απορρόφηση των ανατιμήσεων που πυροδοτεί η ενέργεια με ότι αυτό συνεπάγεται”.
Δεν υφίσταται κίνδυνος όσον αφορά τον επισιτισμό της Ελλάδας
Όσον αφορά στην επάρκεια σιτηρών και ιδιαίτερα μαλακού σίτου και καλαμποκιού, συνεχίζει ο κ. Κορκίδης, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εισαγωγέων Δημητριακών υπάρχουν εναλλακτικές αγορές από χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ. Ο ίδιος σημείωσε ότι, πρόσφατα σε συνεδρίαση του δ.σ. του ΕΒΕΠ, κατά την διάρκεια της οποίας έγινε μία πρώτη εκτίμηση του ορίζοντα της κρίσης, καταγράφηκε το οξύμωρο του γεγονότος ότι τα τελευταία 25 χρόνια δεν έχει γίνει εισαγωγή μαλακού σιταριού από τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα εισάγει συνολικά περίπου 900.000 τόνους ετησίως και θα πρέπει να αναζητήσει τρόπο να καλύψει το 30% του μαλακού σίτου που αντιπροσωπεύει 250.000 τόνους και εισάγονται από Ρωσία και Ουκρανία. Σημειωτέον πως η χώρα μας είναι παραγωγός 1,7 εκατ. τόνων, αλλά και εξαγωγέας σκληρού σίτου, καθώς και 300.000 τόνων μαλακού σίτου και ως εκ τούτου δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος όσον αφορά τον επισιτισμό της Ελλάδας.
Σε αυτό το σημείο, όπως υπογράμμισε, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την αντίδραση του καταναλωτικού κοινού. Διότι, αν και μέχρι τώρα, δεν έχουμε δει “σκηνές πανικού” στα ράφια των σούπερ μάρκετ, πράγμα που απεύχομαι να δούμε, εντούτοις υπάρχει μία ελαφρώς αυξημένη ζήτηση στο αλεύρι και τα ζυμαρικά με μερίδα του καταναλωτικού κοινού να σπεύδει να δημιουργήσει αποθέματα υπό τον φόβο ελλείψεων και ανατιμήσεων με τα σούπερ μάρκετ να σπεύδουν στις αρχές του μήνα να αυξήσουν τα σχετικά αποθέματά τους.
“Και δεν είναι μόνο το ψωμί και τα ζυμαρικά” όπως είπε. Σύμφωνα με τον ίδιο η αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων δεν είναι το μόνο ζήτημα για το οποίο πρέπει να ανησυχούμε όταν καταμετρούμε τις αρνητικές επιπτώσεις των υψηλών τιμών του πετρελαίου. Οποιοσδήποτε κλάδος βασίζεται στο πετρέλαιο για καύσιμα, λιπάσματα, ζωοτροφές, πετροχημικά ή άλλα συναφή προϊόντα θα υποστεί πίεση τους επόμενους μήνες. Πίεση, που εντείνεται και από αυτό καθ΄ αυτό το κόστος μεταφοράς, λόγω της ιδιόμορφης κατάστασης στην εφοδιαστική αλυσίδα, με τις τιμές ναύλωσης των εμπορευματοκιβωτίων να εξακολουθούν σε ιστορικά υψηλά, αλλά και από το επιπρόσθετο κόστος για οδικές μεταφορτώσεις τους σε λιμάνια, λόγω των καθυστερήσεων εξυπηρέτησης των πλοίων, αλλά και του κόστους που επισωρεύουν οι “σταλίες” δηλαδή οι χρεωστικοί χρόνοι εναπόθεσης των φορτίων εντός των λιμενικών ζωνών.