Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), από το οποίο επωφελούνται όλες οι χώρες της ευρωζώνης, πλην της Ελλάδας, ισοδυναμεί με ελάφρυνση του χρέους, υποστηρίζει ο καθηγητής του London School of Economics Πολ ντε Γκρόου.
Σε πρόσφατο άρθρο του υπό τον τίτλο «Δύο μέτρα και δύο σταθμά» ο επιφανής Βέλγος οικονομολόγος καλεί τους ιθύνοντες της ΕΚΤ να πάψουν να κάνουν διακρίσεις σε βάρος της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής:
“Από τον Ιανουάριο του 2015 η ΕΚΤ αγοράζει στο πλαίσιο της νέας πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει, κρατικά ομόλογα χωρών της ευρωζώνης.
Από τότε που ξεκίνησε να εφαρμόζεται η πολιτική αυτή, η ΕΚΤ έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα αξίας περίπου 730 δις. ευρώ.
Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα εξακολουθήσει τις αγορές αυτές σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα κάθε μήνα (80 δις. ευρώ τον μήνα από 60 δις. ευρώ) μέχρι τον Μάρτιο του 2017.
Όπως εκτιμά, μέχρι τότε θα έχει αγοράσει ομόλογα αξίας 1.700 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ το κάνει αυτό προκειμένου να ρίξει χρήμα στην αγορά και να τονώσει την οικονομία”.
Συνεχίζοντας ο Βέλγος οικονομολόγος χαρακτηρίζει προβληματικό το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει αποκλειστεί από την διαδικασία, επισημαίνοντας ότι αυτό έχει ως συνέπεια η ΕΚΤ να εξαιρεί την Ελλάδα από την ελάφρυνση του χρέους, την οποία όμως κάνει προς όφελος των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.
Υπογραμμίζει δε τα εξής:
“Πώς γίνεται κάτι τέτοιο; Όταν η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα από το βελγικό κράτος, είναι σαν αυτά τα ομόλογα να παύουν να υφίστανται. Παραμένουν στα χαρτοφυλάκια της ΕΚΤ, αλλά αυτό δεν έχει πλέον καμιά σημασία από οικονομικής απόψεως. Το βελγικό Δημόσιο ταμείο καταβάλλει τόκους γι’ αυτά τα ομόλογα, αλλά αυτοί επιστρέφονται στα τέλη της χρονιάς. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι για όσο καιρό τα βελγικά κρατικά ομόλογα παραμένουν στα χαρτοφυλάκια της κεντρικής τράπεζας, οι βελγικές αρχές δεν χρειάζεται να καταβάλλουν πλέον τόκους γι’ αυτό το μέρος του χρέους. Με άλλα λόγια συντελείται εδώ μια ελάφρυνση του χρέους.
Πόσο μεγάλη είναι όμως αυτή η ελάφρυνση; Για το Βέλγιο το ποσό αυτό στα τέλη Απριλίου ισοδυναμούσε με 24 δισ. ευρώ. Τον Μάρτιο του 2017 το ποσό αυτό θα ανέρχεται σε 40 δισ. ευρώ ή περίπου το 10% του δημόσιου χρέους. Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι χάρη στην ΕΚΤ, το πραγματικό δημόσιο χρέος του Βελγίου (δηλαδή το χρέος για το οποίο το βελγικό κράτος πρέπει να καταβάλει τόκους) έχει μειωθεί σε επίπεδα κάτω του 100%.
Επιπλέον η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι όταν ένα βελγικό ομόλογο που διακρατεί φτάνει στην ημερομηνία αποπληρωμής του, θα αγοράζει ισόποσα βελγικά ομόλογα”.
Συνεχίζοντας ο Ντε Γκρόου τονίζει ότι “όλες οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, με την εξαίρεση της Ελλάδας, επωφελούνται από την ελάφρυνση αυτή του χρέους. Η ίδια η Γερμανία μάλιστα, που εμφανίζεται τόσο άτεγκτη απέναντι στην προοπτική ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, θα έχει όφελος άνω των 350 δισ. ευρώ από την πολιτική αυτή συντεταγμένης ελάφρυνσης του χρέους που εφαρμόζει η ΕΚΤ.
Γιατί λοιπόν να έχει εξαιρεθεί η Ελλάδα από την διαδικασία αυτή; Η ΕΚΤ επικαλείται ένα τεχνικό λόγο, ότι δηλαδή τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν πληρούν τις προδιαγραφές ποιότητας που σύμφωνα με την ΕΚΤ είναι απαραίτητα. Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι εξαιρετικά παράδοξος. Τι μας λέει δηλαδή η ΕΚΤ; Ότι χώρες που διαθέτουν «ποιοτικά» ομόλογα μπορούν να τυγχάνουν ελάφρυνσης του χρέους και να καταλήγουν, de facto, στα σκουπίδια. Τα «καλά» λοιπόν ομόλογα καταλήγουν στα σκουπίδια και τα «κακά» όχι.
Είναι πια καιρός αυτή η διάκριση να πάψει να υφίσταται ώστε μια χώρα που στενάζει από το βάρος του χρέους να μπορεί κι εκείνη να τυγχάνει της ίδιας ευνοϊκής μεταχείρισης που επιφυλάσσει η ΕΚΤ” αναφέρει ο Ντε Γρόου.