Επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα της ευρωζώνης και γενικότερα της Ευρώπης, σηματοδότησε η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, εκτιμά ο επικεφαλής των Financial Times στις ΗΠΑ, (US managing editor, Financial Times) Πήτερ Σπίγκελ, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενόψει της συμμετοχής του στο εφετινό Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
«Είναι ημέρα, με τη νύχτα» από οικονομικής πλευράς, η διαφορά της χώρας από την έναρξη της διακυβέρνησης Μητσοτάκη έως σήμερα, καθώς έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών προς αυτήν και τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της κανονικότητας που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες της ευρωζώνης και ευρύτερα της Ευρώπης.
Όπως σημειώνει: «μετά την ιδιαίτερα έντονη περίοδο επί ΣΥΡΙΖΑ, όπου πηγαίναμε από κρίση σε κρίση, οικονομικά, οι αγορές δεν ήξεραν εάν μπορούσαν να εμπιστευτούν ή όχι την Ελλάδα, είναι αξιοθαύμαστο τι κατόρθωσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στις αγορές και στα χρηματοοικονομικά πράγματα». Σύμφωνα με τον ίδιο, «…από μία διεθνή οπτική -και αυτή προέρχεται από την αγορά ομολόγων – (η Ελλάδα) είναι μία κανονική χώρα της ευρωζώνης και νομίζω ότι αυτός ήταν και ο στόχος».
Ερωτηθείς αναφορικά με την ύπαρξη ανησυχιών ως προς την πολιτική σταθερότητα της χώρας μετεκλογικά, ο κ. Σπίγκελ σημειώνει ότι «…υπάρχουν ανησυχίες ως προς το αν -όχι μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και κάποια από τα μικρότερα κόμματα που αυξάνουν τη δημοτικότητά τους προεκλογικά- θα κατορθώσουν να θέσουν τη ΝΔ εκτός κυβέρνησης, αλλά δεν νομίζω ότι είναι εκτός του μέτρου της κανονικότητας του σύγχρονου πολιτικού διαλόγου στις περισσότερες δυτικές οικονομίες».
Τέλος, αναφερόμενος στην εξάρτηση που ανέπτυξε η ΕΕ έναντι των ΗΠΑ για την αμυντική της ασφάλεια και έναντι της Ρωσίας για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών, σημειώνει ότι αν και ο Πρόεδρος Εμ. Μακρόν είχε δίκιο σε σχετικές επισημάνσεις τούτες εξόργισαν την Ουάσινγκτον, εξαιτίας του τόπου και του χρόνου κατά τον οποίο αυτές διατυπώθηκαν, συνδέοντας τις με την επίσκεψη Μακρόν στην Κίνα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ιδίου, τούτο οφείλεται στο μέγεθος της απειλής που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Κίνα.