Το μέγιστο όφελος της ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο μπορούν να κλειδώσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εφόσον πληρούν τα κριτήρια για ρύθμιση του τραπεζικού τους δανεισμού.
Όπως είναι γνωστό, το νέο θεσμικό πλαίσιο προβλέπει διαγραφή του 100% των προσαυξήσεων και των προστίμων για ληξιπρόθεσμες οφειλές προς ταμεία και εφορία (σ.σ. για την τελευταία εκκρεμεί ακόμα η έκδοση της σχετικής απόφασης), εφόσον η επιχείρηση πληρώσει εφάπαξ την αρχική οφειλή.
Το ύψος της διαγραφής πέφτει στο επίσης ικανοποιητικό 90% με εξόφληση της οφειλής σε 12 μηνιαίες δόσεις.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι μετά από έξι χρόνια ύφεσης και κάθετης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, ελάχιστες μικρομεσαίες είναι στη θέση να βρουν ρευστότητα για να πληρώσουν την αρχική οφειλή σε 12 μήνες ή ακόμη περισσότερο εφάπαξ.
Η παραπάνω δυσκολία όμως μπορεί να ξεπερασθεί. Το παράθυρο της ευκαιρίας ανοίγει εφόσον σε συνεργασία με τις πιστώτριες τράπεζες οι επιχειρήσεις συντάξουν ένα αξιόπιστο business plan.
Αν γίνει αυτό, οι τράπεζες μπορούν να χορηγήσουν κεφάλαιο κίνησης, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί από την εταιρεία για εφάπαξ εξόφληση της αρχικής οφειλής προς ταμεία και εφορία, ώστε να διαγραφεί το σύνολο σχεδόν των προσαυξήσεων.
Εν συνεχεία θα ακολουθήσει η ρύθμιση του υφιστάμενου δανεισμού τους με «κούρεμα» είτε σε όρους καθαρής παρούσας αξίας (σ.σ. επιμήκυνση δανείου με χαμηλά επιτόκια), είτε με απευθείας διαγραφή.
Με αυτόν τον τρόπο και το Δημόσιο θα εισπράξει γρηγορότερα μέρος των οφειλών και οι εταιρείες θα μειώσουν το βάρος των υποχρεώσεών τους.
Θα ήταν βέβαια ακόμη καλύτερα αν θεσμοθετούνταν το αυτονόητο. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις να έχουν το δικαίωμα διαγραφής προστίμων και προσαυξήσεων για οφειλές προς το Δημόσιο, αφού κριθεί με τραπεζικά κριτήρια ότι πληρούν τους όρους για αναδιάρθρωση του δανεισμού τους.