Ολοένα και πιο ελκυστικός επενδυτικός προορισμός γίνεται η Ελλάδα, γεγονός που φανερώνουν τα στοιχεία για τις άμεσες ξένες επενδύσεις που βρίσκονται σε αυξητική τροχιά από το 2020, παρά το αρνητικό διεθνές περιβάλλον.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πάνος Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της EY Ελλάδος, επιπλέον της ποσοτικής αύξησης παρατηρείται μια σημαντική ποιοτική βελτίωση στο μείγμα των επενδύσεων, καθώς, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα προσελκύει επενδύσεις με μεγάλη προστιθέμενη αξία, όπως, για παράδειγμα, στον τομέα της τεχνολογίας και, γενικότερα, σε τομείς έντασης γνώσης.
Η τάση αυτή, σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, επιβεβαιώνεται σταθερά από τις ετήσιες έρευνες ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα, οι οποίες δείχνουν ότι η εικόνα της επενδυτικής κοινότητας για τη χώρα βελτιώνεται σταθερά και ότι οι παγκόσμιες επιχειρήσεις αναγνωρίζουν σημαντικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όπως είναι η ποιότητα και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού.
«Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, την ίδια ώρα που βελτιώνεται η εικόνα για την Ελλάδα – ξεκινώντας, ας μην το ξεχνάμε, από ένα αρκετά χαμηλό σημείο εκκίνησης – και οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες δίνουν αντίστοιχες μάχες για τη βελτίωση της ελκυστικότητάς τους. Πρέπει λοιπόν να πάψουμε να συγκρινόμαστε με τις παλιότερες επιδόσεις μας και να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τις ανταγωνίστριες χώρες» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου.
Την ίδια στιγμή η ελληνική οικονομία, δύο χρόνια μετά την πανδημία και με τις γεωπολιτικές εξελίξεις να αλλάζουν συνεχώς τα δεδομένα, βρίσκεται μπροστά σε δύο μεγάλες κατηγορίες προκλήσεων: Από τη μια πλευρά, η αναγκαία προσαρμογή στα νέα δεδομένα που δημιούργησε, ή επιτάχυνε, η πανδημία, που περιλαμβάνουν πολλές παράλληλες, αλλά διαφορετικές τάσεις, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων και τα νέα κανάλια επικοινωνίας με τους καταναλωτές, η στροφή προς τη βιωσιμότητα, η απαίτηση της κοινωνίας για μεγαλύτερη έμφαση σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (ESG) και τις μεγάλες ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, σε συνδυασμό με τις νέες προσδοκίες και απαιτήσεις των εργαζομένων για μεγαλύτερη ευελιξία.
Την ίδια ώρα, όμως, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να λειτουργήσουν σε ένα ρευστό, τους τελευταίους μήνες, γεωπολιτικό περιβάλλον που δημιουργεί, μεταξύ των άλλων, νέα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, ενώ θα πρέπει να ολοκληρώσουν την προσαρμογή που ξεκίνησε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, για να ξεπεράσουν τις παθογένειες του παρελθόντος: δηλαδή, να αυξήσουν την εξωστρέφειά τους, να επενδύσουν στην καινοτομία και το ανθρώπινο δυναμικό και να επιδιώξουν την μεγέθυνσή τους, είτε μέσω οργανικής ανάπτυξης, είτε μέσω συγχωνεύσεων και συνεργασιών.
«Έχουμε με λίγα λόγια ένα μόνιμο βαρομετρικό χαμηλό στην επιχειρηματική ατμόσφαιρα που προκαλεί αλλεπάλληλες καταιγίδες, με μικρά κενά ηλιοφάνειας. Η κατάσταση αυτή απαιτεί εγρήγορση, προσαρμοστικότητα και ισχυρή ηγεσία» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου.
Προσθέτει επίσης ότι αυτό που ξεκίνησε σαν μια βραχυπρόθεσμη διαταραχή, εξαιτίας διαταραχών στις αλυσίδες εφοδιασμού στη διάρκεια της πανδημίας, και ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης το 2021, φαίνεται να εξελίσσεται σε αρκετά σοβαρότερο και με πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Συγκεκριμένα, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Ο κ. Παπάζογλου εκτιμά ότι «είναι δύσκολο να προβλέψεις πότε θα αποκλιμακωθεί αυτή η κατάσταση, είναι βέβαιο, όμως, ότι, βραχυπρόθεσμα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτό το νέο περιβάλλον. Θα πρέπει να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους, να επανεξετάσουν την εφοδιαστική τους αλυσίδα, να επιταχύνουν, στο βαθμό που έχουν τη δυνατότητα, τη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό μοντέλο, και, αναπόφευκτα, να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια, ενόψει της αύξησης του κόστους δανεισμού».
Κρίσιμος ο ρόλος του ανθρώπινου δυναμικού στη νέα κανονικότητα
Εστιάζοντας στις προοπτικές του τομέα απασχόλησης καθώς και στην αδυναμία εύρεσης εργατικού δυναμικού από πολλές επιχειρήσεις ο κ. Παπάζογλου μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σημειώνει:
«Έχουμε να κάνουμε, εδώ, με δυο προβλήματα, ένα ελληνικό που το βιώνουμε αρκετά χρόνια τώρα, που εντείνεται όμως από ένα παγκόσμιο, πιο πρόσφατο φαινόμενο». Στην Ελλάδα, όπως έχει αναδείξει εδώ και πολλά χρόνια η ΕΥ, υπάρχει μια αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών της πραγματικής οικονομίας και των αποφοίτων των ελληνικών Πανεπιστημίων. Σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων, η έλλειψη σοβαρού επαγγελματικού προσανατολισμού στα σχολεία, η πολύ αργή επικαιροποίηση των προγραμμάτων σπουδών, αλλά και, γενικότερα, η έλλειψη επαφής και αλληλεπίδρασης μεταξύ επιχειρηματικής και ακαδημαϊκής κοινότητας.
«Τα τελευταία χρόνια γίνονται σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά μένουν ακόμη πολλά να γίνουν» τονίζει και συμπληρώνει: «Σε αυτή την ελληνική παθογένεια έρχεται σήμερα να προστεθεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο ελλείψεων σε πολλούς τομείς, φαινομενικά ασύνδετους μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα η πληροφορική, η εστίαση και οι οδικές μεταφορές. Και εδώ το πρόβλημα είναι σύνθετο, καθώς συνδέεται με παράγοντες όπως η απότομη αύξηση της ζήτησης στους συγκεκριμένους κλάδους, οι φραγμοί στη μετανάστευση που προκάλεσε η πανδημία, και σε κάποιες χώρες η ξενοφοβία, αλλά και οι αυξημένες προσδοκίες των νέων εργαζόμενων, που ζητούν σήμερα μεγαλύτερη ευελιξία, καλύτερες αμοιβές και προοπτικές».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αναστροφή του brain drain, που αποτελεί εθνικό στόχο, σίγουρα μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως και, γενικότερα, η μεγαλύτερη κινητικότητα των εργαζόμενων.
«Σε αυτό το πλαίσιο, χαίρομαι ιδιαίτερα που, μέσα από την επέκταση των δραστηριοτήτων της και τον εμπλουτισμό της με νέες καινοτόμες υπηρεσίες, η ΕΥ τα τελευταία λίγα χρόνια έχει δημιουργήσει πάνω από 1.100 νέες, ποιοτικές θέσεις εργασίας για νέους επιστήμονες και επαγγελματίες, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο στον περιορισμό, αλλά και στην αναστροφή του brain drain. Μόνο μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες, η EY προσέλαβε 30 Έλληνες επιστήμονες και επαγγελματίες που εργάζονταν σε χώρες του εξωτερικού, με στρατηγική στόχευση να προσελκύσει πολλούς περισσότερους τα επόμενα χρόνια».
Η ΕΥ, τα τελευταία χρόνια, έχει καταγράψει ισχυρή ανάπτυξη, αυξάνοντας το ανθρώπινο δυναμικό της από 540 άτομα το 2011 σε 1.700 το 2021, με προοπτική να ξεπεράσει τους 2.000 εφέτος. Την ίδια ώρα, η καθιέρωση του υβριδικού μοντέλου εργασίας και η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπουν στην εταιρεία να αναζητήσει στελέχη και πέρα από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. «Το γραφείο μας στην Πάτρα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι θα αναπτυχθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Οι άνθρωποί μας γίνονται μέλη μίας παγκόσμιας ομάδας 330.000 επαγγελματιών σε 150 χώρες, ενώ αποκτούν πρόσβαση σε κορυφαίες τεχνολογίες, μεθοδολογίες, εργαλεία και γνώση. Παρομοίως, οι τοπικές επιχειρήσεις θα μπορούν να επωφεληθούν από υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και τεχνογνωσία, που θα τους επιτρέψει να υλοποιήσουν τους αναπτυξιακούς τους στόχους».
Σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, η Πάτρα, και η ευρύτερη περιοχή, διαθέτει μια πλούσια δεξαμενή εξαιρετικών νέων επιστημόνων με σημαντικές δεξιότητες, υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακές σχολές και ένα δυναμικό οικοσύστημα έρευνας και καινοτομίας. «Η Πάτρα ήταν για μας μια προφανής επιλογή, γι’ αυτό και ήμαστε η πρώτη εταιρεία του κλάδου μας που ανακοίνωσε τη δημιουργία γραφείων στην πόλη. Συγχρόνως, στη Δυτική Ελλάδα εδρεύουν σήμερα πολλές, μικρές και μεγάλες, επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται από προοπτικές ανάπτυξης και εξωστρέφεια, και τις οποίες μπορούμε να υποστηρίξουμε με όλο το εύρος των υπηρεσιών μας» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Προσθέτει επίσης ότι η ΕΥ «είναι ένας οργανισμός που βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στην τεχνολογία και στους ανθρώπους της. Και είναι ακριβώς το υψηλό επίπεδο του τοπικού ανθρώπινου δυναμικού και, ιδιαίτερα, οι δεξιότητες των νέων πτυχιούχων σε τεχνολογίες αιχμής, που βέβαια συνδέονται με την εξαιρετική δουλειά που γίνεται στο Πανεπιστήμιο Πατρών, που μας ώθησε να επιλέξουμε την Πάτρα για τα νέα μας γραφεία. Και νομίζω, ότι αξίζει να σημειώσουμε εδώ τον ευεργετικό ρόλο της ψηφιακής τεχνολογίας, που δίνει σήμερα, όλο και περισσότερο, τη δυνατότητα στα νέα παιδιά, οπουδήποτε και αν βρίσκονται, να απολαμβάνουν τις ίδιες ευκαιρίες και δυνατότητες με τους συνομήλικούς τους στην Αθήνα, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα, είχαν ευκολότερη πρόσβαση σε αυτές».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ