Παπαδημητρίου: Το ΔΝΤ ζητά για την Ελλάδα τα αντίθετα από αυτά που προτείνει

«Το ΔΝΤ ζητά τα αντίθετα από αυτά που προτείνει» αναφέρει ο
Δημήτρης Παπαδημητρίου στην ομιλία του στο συνέδριο που διοργανώνει το Γραφείο
Προϋπολογισμού Κράτους της Βουλής με τίτλο «Κρίση, μεταρρυθμίσεις, ανάπτυξη».


Ο υπουργός Οικονομίας υποστηρίζει πως ναι μεν υπήρξαν διαχρονικά
ολιγωρίες ως προς την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων όλα αυτά τα χρόνια, όμως, από την
άλλη επεσήμανε ότι σε ξεχωριστές εκθέσεις τους το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ αξιολόγησαν
τις πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων που ασκήθηκαν στην
Ελλάδα. Από αυτές προκύπτει ότι υπήρξε:


– ανισόρροπο μείγμα μεταρρυθμίσεων με έμφαση στην αγορά
εργασίας και παραμέληση της αγοράς προϊόντων, της δημόσιας διοίκησης και του
ρυθμιστικού περιβάλλοντος,


– εσφαλμένη και αντίθετη με τη διεθνή εμπειρία εκτίμηση για
άμεση απόδοση τους, και


– αδυναμία στην εφαρμογή τους λόγω του μεγάλου όγκου αυτών
και της περιορισμένης διοικητικής ικανότητας και πολιτικής αποδοχής τους.


Όπως σημείωσε ο υπουργός Ανάπτυξης «η οικονομική θεωρία
διδάσκει πως οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να έχουν στόχο την βελτίωση της ολικής
παραγωγικότητας TFP (Total Factor Productivity) που συσχετίζει το αποτέλεσμα με
το σύνολο των χρησιμοποιούμενων πόρων, και η οποία διασφαλίζει τη μακροχρόνια
ανάπτυξη. Με δική του έρευνα το ΔΝΤ δείχνει ότι οι περισσότερες από τις
προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην ελληνική περίπτωση, (αγορές εργασίας και
προϊόντων), έχουν χαμηλό αντίκτυπο στους μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης της
TFP.


Αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις που επιδρούν στη τεχνολογική
αλλαγή και την παραγωγικότητα με ένα θετικό και μόνιμο τρόπο είναι αυτές που
περιλαμβάνουν μεγάλα ποσά πραγματικών επενδύσεων στο κεφάλαιο, και τις υποδομές
της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) και των Τεχνολογιών Πληροφορικής και
Επικοινωνιών (ΤΠΕ).


Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας από την άλλη πλευρά
έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο βραχυχρόνιο, και καμία επίδραση στο μακροχρόνιο
ορίζοντα, όμως παραμένουν υψηλά στην ατζέντα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων
ακόμη και σήμερα, παρόλο που η Ελλάδα έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή μία ολόκληρη
σειρά μέτρων τα οποία μείωσαν τη διαπραγματευτική εργατική δύναμη, τους
κατώτατους μισθούς και επέτρεψαν πολύ περισσότερο ευέλικτες συνθήκες εργασίας».


Όπως είπε ο κος Παπαδημητρίου «στη διεθνή εμπειρία σπάνια
συνυπάρχουν η δημοσιονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι
λόγοι είναι κυρίως:


1) Ότι αρκετές μεταρρυθμίσεις έχουν βραχυπρόθεσμο
δημοσιονομικό κόστος, όπως η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, τα κίνητρα
επενδύσεων ή τα προγράμματα απασχόλησης, συνεπώς είναι δύσκολο να επιδιώκεται
ταυτόχρονα λιτότητα και μεταρρύθμιση,


2) Ότι σε περιόδους συρρίκνωσης της οικονομίας, οι
μεταρρυθμίσεις είναι αναποτελεσματικές, όπως για παράδειγμα η εφαρμογή
ελαστικών μορφών απασχόλησης δεν οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης όταν δεν
υπάρχει ζήτηση στην οικονομία, ή αυξάνοντας την ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί
να οδηγήσει απλά σε αύξηση της ανεργίας.


Για τους λόγους αυτούς το ΔΝΤ προτείνει, η εφαρμογή
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να συμπληρώνεται με πολιτικές ενίσχυσης της
ζήτησης. Θεωρεί, δηλαδή, συμπληρωματικές τις μεταρρυθμίσεις με μία επεκτατική
οικονομική και δημοσιονομική πολιτική.


Παρά την γενική αυτή παραδοχή του το ΔΝΤ σήμερα ζητά για την
Ελλάδα πρόσθετα μέτρα λιτότητας τα προσεχή έτη, θεωρώντας τα ικανά να
συμπληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις. Ζητά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που γενικά
προτείνει!», τόνισε.


Υποστήριξε ότι σε τέτοιες πολιτικές έχουν ενδώσει το ΔΝΤ και
οι Θεσμοί με όσα ζητούν για το ύψος (3,5% του ΑΕΠ) των πρωτογενών πλεονασμάτων
επί σειρά ετών, τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας και τις μεταρρυθμίσεις (φορολογικό,
συντάξεις, αγορά εργασίας κ.α.) και όπως είπε «τον περιορισμό αυτής ακριβώς της
πολιτικής διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση αντιπροτείνοντας περισσότερη ανάπτυξη
μέσω διαφοροποιημένων μεταρρυθμίσεων και λιγότερη λιτότητα (μικρότερα
πλεονάσματα για λιγότερα χρόνια)».

Exit mobile version