Στις εργασίες του 9ου
Αραβο-Ελληνικού φόρουμ συμμετείχε ο Πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, πραγματοποιώντας ομιλία στη συνεδρία «Βιομηχανία τροφίμου και φαρμάκου και η δυνατότητα μεταφοράς τεχνογνωσίας στον αραβικό κόσμο». Ο κ. Μίχαλος συνεχάρη το
Αραβο-Ελληνικό Επιμελητήριο όχι μόνο για μια ακόμη εξαιρετική διοργάνωση,
απόλυτα προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες που βιώνουμε, αλλά και για τη
σταθερή και ουσιαστική συμβολή του στην ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ
της Ελλάδας και του αραβικού κόσμου.
Ο κ. Μίχαλος σημείωσε ότι αυτή τη συνεδρία δίνει την ευκαιρία να συζητηθούν οι δυνατότητες συνεργασίας και μεταφοράς τεχνογνωσίας, σε δύο από τους πιο
δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας: τη βιομηχανία τροφίμων και τη
βιομηχανία φαρμάκων. “Ξεκινώντας από τη βιομηχανία ειδών διατροφής, η οποία αποτελεί σήμερα
τον πρώτο μεταποιητικό κλάδο της χώρας.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα, λόγω του κλίματος και της
γεωμορφολογίας της, διαθέτει υψηλής ποιότητας πρωτογενή παραγωγή. Η ελληνική γη
εξακολουθεί να μας «προικίζει» με προϊόντα και πρώτες ύλες ασύγκριτης ποιότητας
και διατροφικής αξίας, που αποτελούν τη βάση της μεσογειακής διατροφής. Αυτό το πολύτιμο κεφάλαιο αξιοποιεί σήμερα μια ισχυρή
βιομηχανία τροφίμων. Μια βιομηχανία που σέβεται την ελληνική διατροφική
παράδοση, επενδύοντας παράλληλα στην καινοτομία, στην έρευνα, σε βιώσιμους
τρόπους παραγωγής. Παρακολουθώντας τις τάσεις της αγοράς και τις εξελισσόμενες
ανάγκες των καταναλωτών, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν παύουν να καινοτομούν
και να αναπτύσσουν νέα προϊόντα, που ξεχωρίζουν για την ποιοτική τους υπεροχή,
για την αυθεντικότητα και τη διατροφική τους αξία” τόνισε.
“Παράλληλα, επενδύουν σε βιώσιμες πρακτικές και αναλαμβάνουν
σημαντικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της
βιώσιμης ανάπτυξης: Πρωτοβουλίες….
- για τη μείωση του
περιβαλλοντικού αποτυπώματος των παραγόμενων προϊόντων διατροφής - για την ανάπτυξη προϊόντων
που προάγουν μια πιο ισορροπημένη διατροφή, - για τη βελτίωση της
διατροφικής σήμανσης και πληροφόρησης των καταναλωτών - για την καταπολέμηση της
σπατάλης τροφίμων και την κάλυψη – αντίστοιχα – αναγκών, στο πλαίσιο της
κοινωνικής αλληλεγγύης.
Είναι γεγονός ότι η παγκόσμια υγειονομική κρίση δημιουργεί
δυσκολίες σε όλες τις αγορές και σε όλους σχεδόν τους κλάδους οικονομικής
δραστηριότητας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών έχουν καταφέρει
μέχρι τώρα να διαχειριστούν αποτελεσματικά μια σειρά από προκλήσεις: την ανάγκη
να διατηρήσουν ανοιχτές τις μονάδες τους, προστατεύοντας παράλληλα την υγεία
των ανθρώπων και των συνεργατών τους, τα εμπόδια στις μεταφορές και στην
προμήθεια υλικών, την επίπτωση στον κύκλο εργασιών τους από το κλείσιμο του
κλάδου της εστίασης κ.ά. Λειτουργώντας με συνέπεια και ευθύνη, κατάφεραν να καλύψουν
πλήρως τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς, αλλά και να διατηρήσουν την εξαγωγική
τους δυναμική. Παρά τις πιέσεις που προκαλεί η πανδημία στο διεθνές εμπόριο
– επηρεάζοντας και τις ελληνικές εξαγωγές – ο τομέας των τροφίμων συνέχισε να
παρουσιάζει υψηλές επιδόσεις” συνέχισε.
“Ειδικότερα, εν μέσω της πανδημίας, οι ελληνικές εξαγωγές
τροφίμων παρουσίασαν άνοδο. Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η Ελλάδα είναι η μόνη
ευρωπαϊκή χώρα, που εμφάνισε ανοδικές εξαγωγικές παραγγελίες τροφίμων κατά το
δίμηνο Απριλίου – Μαΐου, δηλαδή στην κορύφωση του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης παραγγελιών αυξήθηκε κατά 13 μονάδες. Στο ίδιο διάστημα, η Ιταλία – που είναι κύριος ανταγωνιστής
στη διεθνή αγορά τροφίμων – σημείωσε πτώση του δείκτη κατά 27 μονάδες.
Οι προοπτικές για το μέλλον είναι ιδιαίτερα θετικές, καθώς
αυξάνεται παγκοσμίως η ζήτηση για ποιοτικά, ασφαλή και υψηλής διατροφικής αξίας
τρόφιμα. Παρά τις αντιξοότητες, οι ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου
έχουν αποδείξει ότι, όχι μόνο διαθέτουν εξωστρεφές όραμα, αλλά και ότι μπορούν
να το υλοποιούν με επιτυχία μέσα από γόνιμες και αμοιβαία επωφελείς διεθνείς
συνεργασίες” πρόσθεσε.
“Αντίστοιχα ποιοτικά χαρακτηριστικά παρουσιάζει και η ελληνική
βιομηχανία φαρμάκων” είπε και ανέλυσε πως πρόκειται για έναν κλάδο ο
οποίος επενδύει συστηματικά στη σύγχρονη τεχνολογία, στην έρευνα και ανάπτυξη,
στην παραγωγική υποδομή, αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό.
“Η δυναμική του αναδείχθηκε επίσης ξεκάθαρα, στη διάρκεια της
πανδημίας. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία κατάφερε να καλύψει σε σημαντικό βαθμό
τις ανάγκες των Ελλήνων ασθενών, σε πολλές κατηγορίες φαρμάκων. Κι αυτό την ώρα
που πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις σε βασικά φάρμακα –
για τα οποία βασίζονται κυρίως σε εισαγωγές. Στην Ελλάδα, παρά τις δύσκολες συνθήκες, πάνω από 3 εκατ.
ασφαλισμένοι πολίτες συνέχισαν να λαμβάνουν τις θεραπείες τους με φάρμακα που
παράγονται εγχώρια. Η ύπαρξη, επομένως, μιας ανεπτυγμένης και δυναμικής εγχώριας
φαρμακοβιομηχανίας, εξασφάλισε στη χώρα μας σημαντική αυτάρκεια σε έναν κρίσιμο
τομέα.
Παράλληλα, όμως, ο κλάδος συνεχίζει να ενισχύει σταθερά την
εξωστρέφεια και τις εξαγωγικές του επιδόσεις. Παράγοντας ποιοτικά, αξιόπιστα και προσιτά προϊόντα, τα οποία
εξάγονται σε περισσότερες από 85 χώρες και ελέγχονται από 80 οργανισμούς
φαρμάκων διεθνώς. Δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό φάρμακο έχει αναδειχθεί ως
το δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν της ελληνικής οικονομίας, μετά τα πετρελαιοειδή.
Το ποσοστό της συμμετοχής των φαρμάκων στο συνολικό όγκο των
εξαγωγών ξεπερνά το 6%, ενώ το 2019 οι εξαγωγές φαρμάκων κατέγραψαν αύξηση της
τάξης του 39% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Επίσης, τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες
επενδύουν συστηματικά στην καινοτομία, στην έρευνα και ανάπτυξη γενοσήμων και
φαρμάκων προστιθέμενης αξίας. Εκτιμάται από φορείς του κλάδου, ότι κάθε χρόνο οι
επιχειρήσεις διαθέτουν πάνω από 30 εκατ. ευρώ σε προγράμματα έρευνας και
ανάπτυξης, που υλοποιούνται σε συνεργασία με πανεπιστήμια και ερευνητικούς
φορείς.
Μάλιστα, υπάρχουν εγχώριες βιομηχανίες φαρμάκου που
συμμετέχουν ενεργά στις εκατοντάδες μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη
πανευρωπαϊκά, για τη θεραπεία της νόσου COVID-19″ είπε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ.
“Έχω τη βεβαιότητα, λοιπόν, ότι σε συνεργασία με διεθνείς
εταίρους, οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία
νέων επενδύσεων, τόσο στον τομέα της παραγωγής όσο και σε αυτόν των κλινικών
μελετών. Η διοργάνωση αυτή, είμαι βέβαιος ότι θα πάει τη συζήτησή μας
ένα βήμα πιο πέρα, δίνοντας τη δυνατότητα στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να
έρθουν σε επαφή και να θέσουν τις βάσεις για νέες, αμοιβαία επωφελείς
συνεργασίες” κατέληξε ο Κωνσταντίνος Μίχαλος.