Οι δύο εκθέσεις του ΔΝΤ για πλεονάσματα, ανάπτυξη, μεταρρυθμίσεις – Τι απαντούν Τσακαλώτος – Στουρνάρας

Ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, χαρακτήρισαν με επιστολές τους αδικαιολόγητες της προβλέψεις του Ταμείου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας – ιδιαίτερα για τον ρυθμό ανάπτυξης και τα πρωτογενή πλεονάσματα – τις οποίες θεωρούν ότι δεν αντανακλούν την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας και τις καλύτερες των προβλεπόμενων επιδόσεις που έχει επιτύχει στον δημοσιονομικό τομέα και στην ανάπτυξη. Οι επιστολές των κυρίων Τσακαλώτου και Στουρνάρα ενσωματώνονται στην έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία (άρθρο 4), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα.

«Παρά τις ενδείξεις και την ανάλυση που παρουσιάσθηκε, παρατηρούμε ότι η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε αρκετούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματά της δεν είναι συνεπή με τα πρόσφατα και καλά τεκμηριωμένα εμπειρικά στοιχεία», σημειώνει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος. «Πρώτον», προσθέτει, «η έκθεση παρουσιάζει μία συνολική εικόνα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας (της Ελλάδας) που δεν είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής προσπάθειας που καταβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας). Η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιταχύνθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα των μεταρρυθμίσεων σε βάθος, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων σε ένα ενιαίο ταμείο, η συνολική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής Αρχής, πολλές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων (περιλαμβανομένης της σημαντικής προόδου στην εισαγωγή των συστάσεων του ΟΟΣΑ) και ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, η έκθεση αναφέρει μία επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν προκύπτει από όσα έχουν ήδη γίνει στη δημοσιονομική πολιτική, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε πολλούς τομείς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».

Ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει ότι επακόλουθο «της παραπλανητικής παρουσίασης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας» είναι ότι δεν λαμβάνονται υπόψη κατάλληλά τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους (DSA). «Η αυξημένη προσπάθεια θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να οδηγήσει στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης στο μέλλον». Ωστόσο, προσθέτει, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκε από το ΔΝΤ στην ανάλυση για το χρέος στο 1% από 1,25% τον Μάιο του 2016 και είναι η δεύτερη συνεχόμενη μείωση των προβλέψεων για την ανάπτυξη.

Όσον αφορά στις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Τσακαλώτος τονίζει ότι «η δημοσιονομική επίδοση του 2015 και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 είναι σημαντικά καλύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις». Το ΔΝΤ είχε προβλέψει αρχικά ένα πρωτογενές έλλειμμα -0,5% του ΑΕΠ το 2016 που θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 με τα τρέχοντα νομοθετημένα μέτρα. «Οι αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι, αντίθετα, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2016 θα είναι στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ», σημειώνει ο υπουργός, προσθέτοντας: « Παρά τη σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ανάλυση (του ΔΝΤ) δεν προχωρά σε μία σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων για το 2018 και μετά, παραμένοντας στο προβλεφθέν επίπεδο του 1,5%, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο».

Πέραν της ανάγκης δημοσιονομικών αναθεωρήσεων, το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2016 αμφισβητεί τρία σημαντικά επιχειρήματα της έκθεσης, συνεχίζει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος. «Πιο σημαντικό είναι ότι το επιχείρημα πως η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, έρχεται σε αντίθεση με τις πρόσφατες εξελίξεις.

Όσον αφορά στην αναφορά που γίνεται στην έκθεση για την ανάγκη ενός φιλικού προς την ανάπτυξη μείγματος πολιτικής, ο υπουργός αναφέρει ότι «παρουσιάζονται ανεπαρκή ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με την επίδραση του σημερινού μείγματος πολιτικής και τα αποτελέσματα του προτεινόμενου νέου μείγματος». «Αν και συμφωνούμε ότι η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί, αυτό θα πρέπει να γίνει με την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι με τη μείωση του αφορολόγητου», αναφέρει ο υπουργός.

Ο κ. Στουρνάρας

Ο Διοικητής της Τράπεζας της
Ελλάδος αναφέρει στην επιστολή του ότι «διαφωνούμε με συγκεκριμένα συμπεράσματα
(της έκθεσης) αναφορικά με την προσαρμογή διαφόρων στοιχείων της συνολικής
ζήτησης, όπως των εξαγωγών, καθώς και της προσφοράς, όπως στη μετατόπιση πόρων
από τους μη εμπορεύσιμους στους εμπορεύσιμους τομείς».


«Επιπλέον», σημειώνει ο κ.
Στουρνάρας, «η έκθεση υποβαθμίζει την πρόοδο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και
είναι αδικαιολόγητα απαισιόδοξη στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές
προβλέψεις της καθώς και για τις μελλοντικές χρηματοπιστωτικές εξελίξεις ,
περιλαμβανομένων των περαιτέρω αναγκών των τραπεζών για ανακεφαλαιοποίηση.
Καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης για το 2016 είναι πιθανόν
να φθάσει το 2% του ΑΕΠ έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ, οι προβλέψεις του Ταμείου
εγείρουν πολλά ερωτηματικά. Αντίστοιχα, παρά το καλύτερο του αναμενόμενου
αποτέλεσμα του ΑΕΠ για το 2016, το οποίο αναγνωρίζεται στην έκθεση, υπάρχει μία
ανεξήγητη μείωση στη μακροπρόθεσμη πρόβλεψη για την ανάπτυξη σε σύγκριση με την
προηγούμενη έκθεση του άρθρου 4», σημειώνει ο Διοικητής. «Όσον αφορά στις τράπεζες, το Ταμείο υποθέτει ότι θα
χρειασθούν ένα περαιτέρω κεφαλαιακό μαξιλάρι 10 δις. ευρώ, χωρίς να εξηγεί
γιατί ισχύει αυτό», πρόσθεσε.


Αναφορικά με την αξιολόγηση των
ελληνικών προγραμμάτων μετά το 2012, που κάνει το ΔΝΤ, ο κ. Στουρνάρας αναφέρει
ότι «χάνει την ευκαιρία να είναι δίκαιη στην ιστορία, καθώς επικρίνει όλους τους
άλλους εκτός από το ΔΝΤ».


πηγή: mignatiou.com


Διαβάστε εδώ την πρώτη έκθεση

κι εδώ τη δεύτερη

Exit mobile version