Οι εισπράξεις της τουριστικής βιομηχανίας για το κρίσιμο τρίτο τρίμηνο του χρόνου είναι η μόνη βάσιμη ελπίδα να πιαστεί ο ρυθμός ανάπτυξης του 1,8% του ΑΕΠ που έχει τεθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018 -2021.
Το πρώτο μισό του χρόνου η οικονομική μεγέθυνση χτυπήθηκε από την υπερφορολόγηση και την καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης.
Παρά την αναπόφευκτη αναθεώρηση της πρόβλεψης για τον ρυθμό ανάπτυξης κατά 0,9% του ΑΕΠ σε 1,8% του ΑΕΠ από 2,7% του ΑΕΠ που προέβλεπε στο τέλος του χρόνου εκτός από το υπουργείο οικονομικών και η ΕΕ (το ΔΝΤ πιο αισιόδοξο που προβλέπονταν στο τέλος ανάπτυξης 2,8% του ΑΕΠ για φέτος) και ο νέος στόχος είναι κάθε άλλο παρά δεδομένος.
Το πρώτο τρίμηνο του χρόνου από τις πρώτες εκτιμήσεις μέχρι και τα προσωρινά της στοιχεία η ΕΛΣΤΑΤ προέβλεπε αρχικά σε ετήσια βάση ύφεης 0,5% του ΑΕΠ και στην συνέχεια ανάπτυξη 0,4% του ΑΕΠ.
Αν η πορεία και για το δεύτερο τρίμηνο που αναμένεται να ανακοινωθεί ως πρώτες εκτιμήσεις την Παρασκευή δεν είναι εντυπωσιακά καλύτερο και δείξει ένα μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ τότε το δεύτερο εξάμηνο θα πρέπει να κλείσει με μέση ανάπτυξης 3% του ΑΕΠ για επιτευχθεί ο στόχος του ΜΠΔΣ.
Πρακτικά όμως το βάρος πέφτει κυρίως στο τρίτο τρίμηνο του χρόνου που διανύουμε καθώς παραδοσιακά το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου παρατηρείται κάμψη και τον ρυθμό ανάπτυξης αφού απαλείφεται η επιχική απασχόληση των εργαζομένων του τουρισμού.
Τι συνέβη όμως στο πρώτο μισό του χρόνου και δυσκόλεψε μια σοβαρή ανάκαμψη της οικονομίας; Η οικονομία συνέχισε να έχει τρία τεράστια βαρίδια στην προσπάθεια ανάκαμψης.
Το πρώτο είναι το κύμα αυξήσεων των έμμεσων φόρων σε τσιγάρα (κλασσικά και ηλεκτρονικά) και καύσιμα και η επιβολή ΕΦΚ στο καφέ μαζί βέβαια με το τσουνάμι άμεσων και έμμεσων φόρων ύψους 3,6 δις ευρώ που ήρθε εκ μεταφοράς από το 2016 που έπληξε την κατανάλωση.
Η αύξηση κατά 1,7% στην ιδιωτική κατανάλωση που καταγράφεται το πρώτο τρίμηνο του χρόνου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πληθωρισμό των φόρων και όχι στην αύξηση της ζήτησης του όγκου προϊόντων και υπηρεσιών.
Το δεύτερο ήταν η καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης η οποία ουσιαστικά έκλεισε επισήμως στα μέσα Ιουνίου . Εκτός από τον ψυχολογικό παράγοντας της αβεβαιότητας που κυριαρχούσε στην αγορά υπήρχε και ο πρακτικός:
Αυτός που αφορούσε την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς προμηθευτές του δημοσίου επιχειρήσεις που περίμεναν να τους επιστραφεί ΦΠΑ και συνταξιούχοι που περιμένουν να πάρουν ακόμη και από το 2014 την σύνταξή τους.
Μετά την εξόφληση ληξιπρόθεσμων ύψους 3,2 δις ευρώ από τα 6 δις ευρώ τον Δεκέμβριο του 2016 στα 5 δις ευρώ τον περασμένο Ιανουάριο στα πρώτο εξάμηνο του χρόνου αυξήθηκαν κατά 550 εκ ευρώ στα 5,55 δις ευρώ.
Λόγος απογοήτευσης ήταν και η τελική συμφωνία της δεύτερης αξιολόγησης που έφερε την προνομοθέτηση μέτρων 5,2 δις ευρώ μέχρι και το 2021.
Το τρίτο ήταν ξένες επενδύσεις που θα μπορούσαν να παράξουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα έμειναν παγωμένες για το πρώτο εξάμηνο του χρόνου. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας οι άμεσες ξένες επενδύσεις για το πρώτο εξάμηνο κατέγραψαν καθαρές εκροές 3,17 δις ευρώ.
Η αύξηση των επενδύσεων κατά 13,6% που καταγράφει το πρώτο τρίμηνο η ΕΛΣΤΑΤ οφείλεται στα κοινοτικά κονδύλια ειδικότερα τις μαζικές αιτήσεις πληρωμών κάθε έτους που ικανοποιούνται μέσα στους δύο πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου και αφορούν μόνο δημόσιες επενδύσεις.