Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017

Του Σταύρου Τομπάζου, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

Σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα, ή μάλλον σύμφωνα με μια δημοσιογραφική αφήγηση στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, ο φαύλος κύκλος οικονομικής ύφεσης, ανεργίας, κόκκινων δανείων και δημόσιου χρέους οφείλεται στις δομικές αγκυλώσεις της ελληνικής οικονομίας που την καθιστούν μη ανταγωνιστική και την ανικανότητα του ελληνικού κράτους να εφαρμόσει, γρήγορα και σωστά, τις «μεταρρυθμίσεις» που επιβάλλουν τα μνημόνια.

Αν έτσι είχαν τα πράγματα, οι «μεταρρυθμίσεις» θα είχαν έστω κάποια θετικά αποτελέσματα. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα βελτιωνόταν, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα αυξάνονταν, η ανεργία θα ακολουθούσε πτωτική πορεία και το δημόσιο χρέος θα μειωνόταν.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Η παραγωγικότητα της εργασίας παρουσιάζει συνεχή μείωση από το 2010 με εξαίρεση το 2013 και 2014 που παρουσίασε οριακή αύξηση. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι μόνιμα αρνητικές από το 2010, δηλαδή η φθορά (απαξίωση) παγίου κεφαλαίου είναι χρόνο με το χρόνο μεγαλύτερη από τις νέες επενδύσεις. Το αργούν παραγωγικό δυναμικό αυξήθηκε δραματικά την περίοδο 2010-2016. Κανένας καθοριστικός δείκτης που σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δεν αντέδρασε θετικά στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται από το 2010.

Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση όχι γιατί δεν προχώρησε αρκετά στις μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις», αλλά αντιθέτως οι μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» που υλοποιήθηκαν με περισσό ζήλο, συρρικνώνοντας την ενεργό ζήτηση, βύθισαν την οικονομία σε μια ύφεση χωρίς τέλος εκτινάσσοντας στα ύψη και το δημόσιο χρέος που από κοντά στο 110% το 2008 (πριν από τη στατιστική απάτη του 2009 που το διόγκωσε) είναι τώρα κοντά στο 180%.

Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε ρυθμούς που να γεννούν ελπίδα για ανακατάκτηση του χαμένου ΑΕΠ και του χαμένου κοινωνικού κεκτημένου σχετικά γρήγορα, προϋποθέτει ρήξη με τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Προϋποθέτει δηλαδή μια δραστήρια και σχετικά επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.

Κι αυτό γιατί τα φυσικά αντανακλαστικά της αγοράς δεν οδηγούν σε ανάπτυξη, αλλά σε διαιώνιση της ύφεσης: Από το 2010 η σχέση ΑΕΠ/Παγίου Κεφαλαίου παρουσιάζει δραματική μείωση. Από 0,30 που ήταν πριν από δέκα χρόνια είναι τώρα, το 2016, 0,23. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε κεφαλαιοκράτης, προκειμένου να διαφυλάξει το ποσοστό κέρδους της παραγωγικής του δραστηριότητας απαιτεί τώρα την ιδιοποίηση ενός μεγαλύτερου μέρους του ΑΕΠ. Για να αυξήσει την κερδοφορία του επιδιώκει μείωση των μισθών. Δεδομένου ότι το ποσοστό κέρδους αυτή τη στιγμή, αν και ανακάμπτει ελαφρά από το 2012, βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τη δεκαετία του 1990 και του 2000 πριν από την κρίση, δεν διαφαίνεται καμιά προοπτική για μείωση της πίεσης στο μισθολογικό κεκτημένο.

Όσο όμως το ποσοστό κέρδους ανακάμπτει εις βάρος του μισθού τόσο μειώνεται η ενεργός ζήτηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι συνθήκες ύφεσης διαιωνίζονται.

Ποιες είναι λοιπόν οι οικονομικές προοπτικές τους 2017; Η απάντηση είναι απλή: Η ανάπτυξη θα είναι αντιστρόφως ανάλογη του πρωτογενούς πλεονάσματος. Όσο πιο μεγάλο είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, τόσο πιο μικρή θα είναι ανάπτυξη. Δεδομένης της άρνησης των δανειστών να απομειώσουν δραστικά το χρέος και της πίεσης του ΔΝΤ για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα οι προοπτικές της ελληνικές οικονομίας για ανάκαμψη είναι ανύπαρκτες.

Δυστυχώς δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Οι επενδύσεις που επαγγέλλονται οι ευαγγελιστές των μνημονίων δεν θα έρθουν στην Ελλάδα ποτέ. Πιο συγκεκριμένα: Το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου στο ξένο κεφάλαιο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την απο-επένδυση παγίου κεφαλαίου στις ντόπιες παραγωγικές μονάδες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποκαταστήσει το κοινωνικό κεκτημένο που συρρικνώθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια, μετατρέποντας την Ελλάδα σε τριτοκοσμική χώρα.


Exit mobile version