Οι παρατηρήσεις της ΕΣΕΕ στο νομοσχέδιο για τη μείωση ασφαλιστικών εισφορών

Την ικανοποίησή της από τον εξορθολογισμό του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών και τις επικείμενες ελαφρύνσεις στη διάρκεια του 2019, διατυπώνει η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) σχολιάζοντας το νομοσχέδιο για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ελευθέρων επαγγελματιών από ‪1/1/2019‬.

Όπως αναφέρει η ΕΣΕΕ, στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας που κατατέθηκε προς διαβούλευση και συζητείται στη Βουλή ‪στις 19 Νοεμβρίου‬, περιλαμβάνονται σημαντικές αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών και ειδικότερα των ασφαλισμένων στα πρώην ταμεία του ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ και ΟΓΑ. Στην ουσία υλοποιούνται οι προ καιρού εξαγγελίες που κινούνται στο πλαίσιο ανακούφισης των ελεύθερων επαγγελματιών.

Ωστόσο, όπως συμπληρώνει σε ανακοίνωσή της, αν και η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία αποτιμάται ως θετική, δεν λύνει το γενικότερο πρόβλημα της ελλιπούς ανταποδοτικότητας και σε αρκετές περιπτώσεις του υπέρμετρου ύψους των ασφαλιστικών εισφορών, ούτε επιλύει τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες ως προς την ασφαλιστική τους κάλυψη.

«Θεωρούμε ότι το νομοσχέδιο πρέπει να αποτελέσει την απαρχή μίας δέσμης μέτρων που πρέπει να υλοποιηθεί, για την αποκατάσταση των αδικιών που έχουν υποστεί οι ασφαλισμένοι του πρώην ΟΑΕΕ, ιδίως κατά την περίοδο της κρίσης. Προς αυτή την κατεύθυνση, η υιοθέτηση των τεκμηριωμένων θέσεων και προτάσεων που έχουν κατά καιρούς υποβληθεί από την ΕΣΕΕ με στόχο τη βελτίωση του ασφαλιστικού συστήματος, συνιστά την ενδεδειγμένη λύση». Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης τονίζει ότι θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να εκδοθεί η σχετική υπουργική απόφαση, η οποία θα ρυθμίζει επακριβώς τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, αίροντας το κλίμα αβεβαιότητας και αδικίας που επικρατεί σήμερα.

Οι παρατηρήσεις της ΕΣΕΕ επί των άρθρων του νομοσχεδίου

Ακολουθούν οι παρατηρήσεις της ΕΣΕΕ επί των άρθρων του νομοσχεδίου:

➢ ‘Αρθρο 1: Από ‪1/1/2019‬ το ποσοστό της ασφαλιστικής εισφοράς επί του μηνιαίου εισοδήματος για τον κλάδο κύριας σύνταξης μειώνεται από 20,00% σε 13,33% για τους πρώην ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ, με τις αρνητικές επιπτώσεις να αποτυπώνονται στη συρρίκνωση των συντάξιμων αποδοχών (ανταποδοτική σύνταξη). Η συγκεκριμένη διάταξη αναμένεται να περιορίσει τις επιβαρύνσεις των ασφαλισμένων που δηλώνουν ετήσια εισοδήματα άνω των 7.032 ευρώ (καθαρά κέρδη & ασφαλιστικές εισφορές προηγούμενου έτους), καθώς στο ίδιο άρθρο τονίζεται πως το ύψος της κατώτατης ασφαλιστικής εισφοράς παραμένει αμετάβλητο στα 157,9 ευρώ (εισφορά υπέρ κλάδου σύνταξης & ασφάλισης → 167,9 ευρώ εάν συνυπολογιστεί και η εισφορά υπέρ ανεργίας ΟΑΕΔ).

➢ Με βάση τα παραπάνω, για όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα έως 7.032 ευρώ δεν θα επέλθει κάποια ελάφρυνση, καθώς να εξακολουθούν να καταβάλλουν την ελάχιστη προβλεπόμενη εισφορά των 157,9 ευρώ. Αντιθέτως, μεταξύ των ευνοημένων είναι εκείνοι οι μη μισθωτοί/ελ. επαγγελματίες με ετήσια μεικτά εισοδήματα (καθ. κέρδη + εισφορές) 7.033 – 9.346 ευρώ, καθώς ενώ με το καθεστώς που θα ίσχυε το 2019 θα επιβάλλονταν στο εν λόγω εισοδηματικό κλιμάκιο ο αναλογικός συντελεστής 26,95%, με το νέο από ‪1/1/2019‬ καθεστώς θα πληρώνουν την κατώτατη ετήσια εισφορά των 1.895,4 ευρώ (ή μηνιαία 157,9 ευρώ). Παρατηρείται δηλαδή μία διεύρυνση του αριθμού των μη μισθωτών ασφαλισμένων που θα καταβάλλουν την ελάχιστη εισφορά των 157,9 ευρώ.

➢ Περαιτέρω, περιορισμό των επιβαρύνσεών τους σε σχέση με το τι θα ίσχυε το 2019 θα διαπιστώσουν και οι έχοντες ετήσια εισοδήματα (καθαρά κέρδη & εισφορές) που κυμαίνονται από 9.346 ευρώ έως περίπου 93.500 ευρώ, από τη στιγμή που ο υπολογισμός των εισφορών θα γίνεται με συντελεστή 20,28% (για ασφάλιση & ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) αντί 26,95%. Σύμφωνα με προβολές του ΙΝΕΜΥ/ΕΣΕΕ η πραγματική μεσοσταθμική μείωση των εισφορών για μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα, εξαιτίας της επιβολής του μειωμένου συντελεστή υπέρ ασφάλισης 13,33%, κυμαίνεται στα επίπεδα του 22% – 25%.

➢ Όπως είναι ήδη γνωστό από ‪1/1/2019‬ ταυτόχρονα με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών, θα λάβει χώρα και η κατάργηση της έκπτωσης 15%, επί του αθροίσματος των φορολογητέων κερδών και των ασφαλιστικών εισφορών. Πλέον, αλλάζει η βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, με αποτέλεσμα ο συντελεστής υπέρ σύνταξης + υγείας 20,28% να επιβάλλεται στο σύνολο του αθροίσματος καθαρών κερδών + ασφ. εισφορών (στο 100%) και όχι στο 85% αυτού που ίσχυε για το 2018 (έκπτωση 15%). Η παραπάνω επισήμανση σε συνδυασμό με την επικείμενη αύξηση του ισχύοντος πλαισίου καθορισμού του κατώτατου μισθού (586,08 ευρώ μεικτά) από ‪1/1/2019‬, θα αναπροσαρμόσει ανοδικά το ύψος της κατώτατης μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς μη μισθωτών/ελ. επαγγελματιών. Η παραπάνω εξέλιξη, αναλόγως βεβαίως και του τελικού ποσοστού της αύξησης, θα περιορίσει τα οφέλη από τη μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ σύνταξης από το 20,00% στο 13,33%. Τούτων δοθέντων, η ποσοτικοποίηση των ελαφρύνσεων των ελευθέρων επαγγελματιών μπορεί να γίνει μόνο σε επίπεδο εκτιμήσεων, καθώς απαιτείται ο συνυπολογισμός και η αξιολόγηση μίας σειράς νευραλγικών παραμέτρων.

➢ Χρήζει επανεξέτασης το ποσοστό 6,95% υπέρ ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς η υποχρεωτικότητα της διάταξης θα πρέπει να έχει πεδίο εφαρμογής μόνο για συγκεκριμένα εισοδηματικά όρια (π.χ. σε όσους καταβάλουν την κατώτατη ασφαλιστική εισφορά ή εναλλακτικά σε όσους δηλώνουν χαμηλά ετήσια εισοδήματα π.χ. έως 9.000 – 10.000 ευρώ). Η προοδευτική αύξηση των δηλούμενων εισοδημάτων των υπόχρεων θα πρέπει να συνεπάγεται και ταυτόχρονη κλιμακωτή μείωση της εισφοράς υπέρ του κλάδου υγείας (συντελεστής αντίστροφης προοδευτικότητας) ή την παγιοποίηση ενός σταθερού ποσού εισφοράς για τα υψηλότερα εξ’ αυτών εισοδήματα.

➢ ‘Αρθρο 7: Η επιβολής συντελεστή 20,00% και όχι 13,33% επί του ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης κρίνεται ως ορθή. Κι αυτό γιατί εάν ορίζονταν συντελεστής 13,33% θα συνέβαινε το παράδοξο φαινόμενο ένας ασφαλισμένος μη μισθωτός/ελεύθερος επαγγελματίας που θα κατέβαλε χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές από ‪1/1/2019‬, να λάμβανε όταν συνταξιοδοτούνταν υψηλότερες αποδοχές, απ’ ότι αν ίσχυε συντελεστής κλάδου σύνταξης 20,00%. Δηλαδή όχι μόνο θα κατέβαλε χαμηλότερες εισφορές αλλά θα εισέπραττε και υψηλότερη σύνταξη. Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως το προς εξέταση άρθρο επιχειρεί να άρει μία αδικία που θα συντελούνταν και ως εκ τούτου έχει θετικό περιεχόμενο. Περαιτέρω, όποιος επιθυμεί να λάβει μεγαλύτερη σύνταξη θα μπορεί μέσω υποβολής στον ΕΦΚΑ να επιλέξει ανώτερη βάση υπολογισμού των ποσοστιαίων εισφορών από εκείνη που προκύπτει βάσει του μηνιαίου εισοδήματός του. Στη διακριτική ευχέρεια του ασφαλισμένου παραμένει και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα πληρώνει αυξημένες εισφορές.

➢ ‘Αρθρο 11: Εξοικονόμηση στα χρήματα που θα πρέπει να καταβάλουν για αναγνώριση, μέσω εξαγοράς πλασματικών ετών ασφάλισης, από ‪1/1/2019‬ θα έχουν χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες. Το κόστος εξαγοράς των πλασματικών ετών (εξαγορά στρατιωτικής θητείας, χρόνος ανατροφής παιδιών, χρόνος σπουδών, χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας, ανεργία κλπ) μειώνεται εξαιτίας της καταβολής μειωμένων ασφαλίστρων από το 2019, για όσους όμως δηλώνουν φορολογητέο εισόδημα άνω των 7.032 ευρώ ετησίως, επί του οποίου θα επιβάλλεται ο νέος αναλογικός συντελεστής υπέρ ασφάλισης 13,33%. Η μείωση του συντελεστή κύριας ασφάλισης από 20,00% στο 13,33% δεν θα επηρεάσει εκείνους που καταβάλλουν την ελάχιστη εισφορά των 157,9 Euro μηνιαίως. Όσοι καταβάλλουν το ελάχιστο ασφάλιστρο των 117,2 ευρώ (μόνο εισφορά υπέρ σύνταξης), δηλώνουν δηλαδή εισόδημα έως 586 ευρώ τον μήνα, δεν αποκομίζουν κάποιο όφελος από τη μείωση στο κόστος εξαγοράς. Με την εξαγορά πλασματικών ετών οι ελεύθεροι επαγγελματίες με μεσαία και υψηλά φορολογητέα εισοδήματα πετυχαίνουν αφενός να βελτιώσουν το ύψος της κύριας ανταποδοτικής σύνταξης που θα λάβουν και αφετέρου δύνανται να συμπληρώσουν τυχόν υπολειπόμενο χρόνο για την κατοχύρωση της εθνικής σύνταξης των 384 ευρώ (20 έτη ασφάλισης) ή της μειωμένης των 346 ευρώ με 15 χρόνια υποχρεωτικής ασφάλισης.

➢ ‘Αρθρο 21: Οι οριζόμενες νομοτεχνικές βελτιώσεις κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, θα πρέπει ωστόσο να υπάρξει μεγαλύτερη εξειδίκευση και αποσαφήνιση αναφορικά με το τι θα ισχύσει για τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν όσοι αμείβονται με Δελτία Παροχής Υπηρεσιών αλλά και το τι μέλλει γενέσθαι για εκείνους που εκδίδουν τίτλους κτήσης (Αποδείξεις Δαπάνης).


Exit mobile version