Οι «δράκοι» και οι δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας

Του Κώστα Μελά, καθηγητή οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας: Γενικό πλαίσιο

Τελικά ποια είναι η σημερινή πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας; Βρίσκεται σε κατάσταση κατάρρευσης, όπως υποστηρίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ή σε κατάσταση ανάκαμψης, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση;

Η απάντηση που μπορεί να δοθεί από έναν ψύχραιμο παρατηρητή είναι ότι στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οι υπερβολές που ενυπάρχουν στην άποψη και των δύο πλευρών είναι εμφανείς.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση εύθραυστης σταθεροποίησης ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών και εμφανούς αποσταθεροποίησης ορισμένων άλλων. Δεδομένου ότι υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση μεταξύ των μακροοικονομικών μεγεθών στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η επελθούσα σταθεροποίηση των συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών έχει πραγματοποιηθεί εις βάρος της αποσταθεροποίησης των υπόλοιπων μεγεθών. Αυτή η απλή αλήθεια φαίνεται να διαφεύγει από την πρόσφατη ανάλυση του ΔΝΤ, το οποίο αναλώνεται σε αναλύσεις που επιχειρούν απλά να υποστηρίξουν το εφαρμοζόμενο πρόγραμμά του. Συγκεκριμένα:

Μετά από έξι χρόνια προγράμματος βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής τα δύο ελλείμματα (δημοσιονομικό και εξωτερικό) που ταλάνιζαν την ελληνική οικονομία έχουν «τιθασευτεί». Βεβαίως έχουν τιθασευτεί με έναν εντελώς λανθασμένο τρόπο, την τρομακτική μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας της οικονομίας μέσω της απίστευτης μείωσης του ΑΕΠ κατά 27% τα τελευταία εννέα έτη και της αύξησης της ανεργίας μέχρι και το 27%.

Δεχόμενοι ότι η ελληνική οικονομία έχει «τιθασεύσει» τα δύο μακροοικονομικά ελλείμματα, έστω και με αυτό τον τρόπο, καλείται, τώρα, να διαχειριστεί τις ανισορροπίες των υπόλοιπων βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, δηλαδή της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και της υψηλότατης ανεργίας. Η μη αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων είναι προφανές, ότι θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας, χειροτέρευση και των δύο μεγεθών που έχουν σήμερα «τιθασευτεί». Αλλά εξ ίσου αβέβαιο και προβληματικό παραμένει το πόσο είναι εύκολο να επέλθει εξισορρόπηση των ευρισκομένων σε ανισορροπία μεγεθών με την ταυτόχρονη διατήρηση σε ισορροπία όσων βρίσκονται σήμερα σε αυτή την κατάσταση.

Αυτό θέτει εν αμφιβόλω ή εν πάση περιπτώσει προκαλεί ερωτηματικά για τις μελλοντικές εξελίξεις των συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών. Κοιτάζοντας προς τα εμπρός, οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν ασθενικές και υπόκεινται σε υψηλούς καθοδικούς κινδύνους, ενώ η ανεργία αναμένεται να παραμείνει σε διψήφια ποσοστά μέχρι τα μέσα του αιώνα.

Υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα που ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη ακόμη και για τα μεγέθη που σήμερα βρίσκονται σε ισορροπία:

(i) η δομή των δημόσιων οικονομικών είναι τουλάχιστον ευάλωτη δεδομένου ότι τα έσοδα χρηματοδοτούνται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές που επιβάλλονται σε περιορισμένη φορολογική βάση (η οποία την τελευταία περίοδο μειώθηκε περαιτέρω), αλλά και οι δαπάνες για το συνταξιοδοτικό δεν εδράζονται σε διαχρονικά στερεή βάση γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω τη διαχρονική διατήρηση της κατανάλωσης των συγκεκριμένων στρωμάτων.

(ii) οι εξαγωγές φαίνεται να έχουν φθάσει στα όριά τους παρά τη συγκυριακά ισχυρή υποστήριξη από τις τουριστικές δραστηριότητες λόγω της δυσμενούς κατάστασης που βρίσκονται οι γειτονικές χώρες. Πιστοποιείται με σαφήνεια ότι η Ελλάδα δεν δύναται να μετατραπεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα σε εξαγωγική χώρα.

Επίσης υπάρχουν επιπλέον σοβαρές δυσκολίες σε κύριους μηχανισμούς απαραίτητους για τη μεγεθυντική διαδικασία της οικονομίας όπως:

(iii) προβληματικοί ισολογισμοί τραπεζών και του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα. Η αναδιάρθρωση του τελευταίου μέσω της διαχείρισης των μη αποτελεσματικών δανείων είναι βέβαιο ότι βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμα θα προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ και στην ανεργία. Η θετική έκβαση των μη αποτελεσματικών δανείων στον τραπεζικό τομέα απαιτεί χρόνο και παράλληλη μεγέθυνση του ΑΕΠ.

(iv) σχετικά ουδέτερες προσδοκίες για επενδύσεις κάθε είδους λόγω εμφανούς έλλειψης πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, που κυρίως προέρχεται από τον άτεγκτο τρόπο εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος (τις συνεχείς και αλλεπάλληλες αξιολογήσεις), των εγγενών αδυναμιών του ίδιου του προγράμματος, αλλά και των άκομψων χειρισμών, σε κρίσιμες στιγμές, της σημερινής κυβέρνησης που ακολουθεί σε αυτό το σημείο το βηματισμό προηγουμένων κυβερνήσεων. Η αλλαγή των προσδοκιών απαιτεί χρόνο και μεγάλη προσπάθεια.

(v) ένα δημόσιο χρέος που παραμένει μη βιώσιμο και το οποίο λειτουργεί ανασχετικά στις όποιες επενδυτικές αποφάσεις. Δεν προβλέπεται οποιαδήποτε αλλαγή στη ρύθμιση του χρέους πριν από το 2018 και το θετικό τέλος του προγράμματος.

(vi) απουσία στήριξη της ρευστότητας από την ΕΚΤ όταν μηνιαίως αγοράζει περίπου 80 δισ. ευρώ κρατικά ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης, εκτός της Ελλάδος.

Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση, για να βρει το δρόμο της μεγεθυντικής διαδικασίας και της εξισορρόπησης του συνόλου των μακροοικονομικών μεγεθών. Αν οι Ευρωπαίοι δεν αντιληφθούν ότι η μεγεθυντική διαδικασία δεν μπορεί να προέλθει μόνο από την πλευρά της προσφοράς με τον απόλυτα αρνητικό τρόπο που αυτή επιχειρείται (δίχως αύξηση κατά θετικό τρόπο της παραγωγικότητας), οι εξελίξεις θα είναι πολύ δύσκολες για την ελληνική οικονομία.

Το 2017

Οι προβλέψεις, τόσο της κυβέρνησης όσο και των διεθνών πολυμερών οργανισμών, έπειτα από μία σχεδόν δεκαετία με αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης (με εξαίρεση το 2014), για το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, το 2017, κυμαίνονται μεταξύ 2,5% και 3,0%.

Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται στη θετική μεταβολή των επιμέρους μακροοικονομικών μεγεθών που προσδιορίζουν τη μεγέθυνση του συνολικού ΑΕΠ.

Συγκεκριμένα στη θετική μεγέθυνση:

– Της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8% έναντι μειώσεως κατά -0,6% το 2016. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να προέλθει κυρίως από την περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας. Από τη μείωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Ακόμη, αναμένεται περαιτέρω διοχέτευση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών προς την οικονομία προκειμένου να διατηρήσουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο κατανάλωσης.

– Του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 9,1% έναντι +3,3% το 2016. Πρόκειται για το πλέον αβέβαιο μακροοικονομικό μέγεθος που όμως φαίνεται ότι υπό κανονικές συνθήκες, η επίτευξή του δεν θα είναι δύσκολη. Σε αυτό συνηγορούν τόσο οι παρατηρούμενες αυξήσεις στις κατασκευές όσο και οι ανάγκες των επιχειρήσεων να αντικαταστήσουν το παραγωγικό τους ιστό όσο και τα αποθέματα.

– Των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 5,3% έναντι αυξήσεως περίπου +1,0% το 2016. Είναι η πρόβλεψη αυτή ρεαλιστική; Δύσκολη η απάντηση. Διότι οι προϋποθέσεις πάνω στις οποίες εδράζεται η πρόβλεψη κινούνται σε περιβάλλον αβεβαιότητας. Ας δούμε συγκεκριμένα πώς έχουν τα γεγονότα που δημιουργούν τις αβεβαιότητες στο περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η οικονομία.

Η ελληνική κυβέρνηση είχε δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο αφήγημα για τις εξελίξεις μέχρι το τέλος του Μνημονίου το 2018, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και ενόψει της δεύτερης.

Το αφήγημα ήταν απλό και ταυτιζόταν με αυτό που ήταν ενσωματωμένο στο Μνημόνιο. Τελειώνει η β’ αξιολόγηση, αρχίζει η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, σε μικρό χρονικό διάστημα η ΕΚΤ εντάσσει τη χώρα στην ποσοτική χαλάρωση, δημιουργείται κλίμα εμπιστοσύνης στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνάφεια και με την αναμενόμενη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όλα τα παραπάνω ανοίγουν το δρόμο για δοκιμαστική και καλά προετοιμασμένη έξοδο στις διεθνείς αγορές ομολόγων κάτι που θα δώσει στην ελληνική οικονομία τη δυνατότητα να «βγει» κανονικά στις αγορές για αναχρηματοδότηση των αναγκών της μετά τη λήξη του μνημονιακού προγράμματος.

Το αφήγημα όμως, πολύ ωραίο για να είναι αληθινό, είχε και «δράκους» οι οποίοι χρειάζονταν να αντιμετωπισθούν.

Ο πρώτος «δράκος» αφορούσε την αντιμετώπιση της κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκαλούσαν τα μέτρα του μνημονιακού προγράμματος όπως αυτή εκφράζονταν στις αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις της περιόδου. Μάλιστα η δυσαρέσκεια θα αυξηθεί με τον ερχομό του 2017 και την εφαρμογή των εκτελεστικών αποφάσεων για σειρά από ήδη ψηφισμένα μέτρα.

Ο δεύτερος «δράκος» κρυβόταν στις απαιτήσεις του ΔΝΤ για συγκεκριμένα ζητήματα, που μερικά αφορούσαν εμμονές ιδεολογικού χαρακτήρα (αγορά εργασίας) και αλλά σε επιπλέον μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα που απέρρεαν στην ουσία επίσης από ιδεολογική σκοπιά (τρόπος λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και σταθερά μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα τα οποία θα εντάσσονταν σε ένα πλαίσιο καθορισμένων κριτηρίων για την άσκηση διακριτής οικονομικής πολιτικής). Παράλληλα η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα αποτελούσε μνημονιακό όρο (κύριος υποστηριχτής η Γερμανία), γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα.

Η αμφίπλευρη πίεση δυσκόλευε αφάνταστα την κυβέρνηση στο να ακολουθήσει το «στρατηγικό» αφήγημά της, με αποτέλεσμα να στραφεί στην αναζήτηση «τακτικών κινήσεων» στις οποίες είναι συνηθισμένη, προκειμένου να αποσυμπιέσει την κατάσταση. Μάλιστα οι τακτικές κινήσεις είναι όλες προσανατολισμένες στο εγχώριο μέτωπο μιας και στο αντίστοιχο εξωτερικό τα πράγματα είναι δύσκολα και επιφέρουν άμεσα αντιδράσεις που προκαλούν «πόνο».

Πράγματι η τακτική κίνηση βρέθηκε στο να χορηγηθεί το «εφάπαξ» βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους ύψους 617 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπισθεί(;) ο πρώτος «δράκος». Θα δούμε την επίδραση αυτού του μέτρου στις προσεχείς δημοσκοπήσεις. Πάντως το σίγουρο είναι ότι το βοήθημα προς τους συνταξιούχους θα συμβάλει θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας.

Η κίνηση αυτή προκάλεσε όμως την αφύπνιση ενός άλλου «δράκου»: του Σόιμπλε. Δράκου της Δύσης, ο οποίος σύμφωνα με τον Μπόρχες είναι κακός και μοχθηρός και από το στόμα του βγαίνουν πυκνές φλόγες κατακαίοντας τα πάντα γύρω του.

Μετά την αφύπνιση του Δράκου Σόιμπλε η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιθανότητα υπονόμευσης του ίδιου του «δικού» της αφηγήματος. Άμεση συνέπεια υπήρξε το πάγωμα των μέτρων για το βραχυπρόθεσμο χρέος και η έμμεση αλλά σαφής αποδοχή της ελληνικής κυβέρνησης (επιστολή Τσακαλώτου) ότι ενήργησε μονομερώς και ότι δεν πρόκειται να το επαναλάβει. Η ήττα σε επίπεδο συμβολικό αλλά και διαπραγματευτικής ισχύος είναι καθαρή.

Τώρα, φαίνεται ότι η επιστολή Τσακαλώτου επαναδρομολογεί σε προσεχές Eurogroup (μάλλον τον Ιανουάριο) τα ήδη αποφασισμένα μέτρα για το χρέος. Τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αφορούν ελάχιστα και με προϋποθέσεις τη βελτίωση της σημερινής κατάστασης του ελληνικού δημοσίου χρέους.

Όμως παραμένουν τα προβλήματα που σχετίζονται με τον δεύτερο Δράκο, επιβαρυμένα με όλα όσα έχουν μεσολαβήσει. Παρά τις διαφωνίες του Σόιμπλε με το ΔΝΤ, οι συγκεκριμένες απαιτήσεις φαίνεται να αποτελούν και επιδιώξεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.

Αν εξελιχθούν τα γεγονότα όπως τα περιγράψαμε, έχω την εντύπωση ότι η ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να καταβάλει και συγκεκριμένο τίμημα (υλικό αυτή τη φορά) αναφορικά με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ.

Πιθανότατα, επομένως, και με βάση το διαμορφωθέν κλίμα, αλλά και τη βούληση του πρωθυπουργού να κλείσει η β’ αξιολόγηση, η ελληνική κυβέρνηση πρόκειται να προβεί σε παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του δευτέρου Δράκου – ΔΝΤ. Το μέγεθος των παραχωρήσεων δεν μπορεί να προβλεφθεί. Πάντως υποψιάζομαι ότι θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που σχεδίαζε η ελληνική κυβέρνηση πριν προβεί στο συγκεκριμένο βοήθημα προς τους συνταξιούχους.

Συνεπώς η παρατηρούμενη καθυστέρηση προκαλεί αύξηση της αβεβαιότητας αυξάνοντας την αδυναμία να αποφανθούμε αν είναι επιτεύξιμοι οι στόχοι που έχουν τεθεί για το 2017.


Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Exit mobile version