Ο «Γολγοθάς» για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικά δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια έχει και άλλη «ανηφόρα»: Αν και ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται τους τελευταίους μήνες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ο προσανατολισμός είναι να «ψαλιδιστεί» στα επίπεδα του 2%. Και ποιος είναι ο μόνος τρόπος για να τιθασευτεί το «τέρας του πληθωρισμού»; Μα τι άλλο, από νέες αυξήσεις των επιτοκίων.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Όπως όλα δείχνουν λοιπόν «ακριβαίνει» και άλλο το κόστος του χρήματος και για τα ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις: Οι δόσεις των δανείων θα «φουσκώσουν» και άλλο και όσοι χρειάζονται ρευστό θα το πληρώνουν με «καπέλο».
Ποιος πληρώνει το «μάρμαρο» της νέας αύξησης
Την εξέλιξη αυτή βεβαίως την πληρώνουν οι επιχειρήσεις που τραβούν «φρένο» στα όποια επενδυτικά τους σχέδια γιατί δεν βρίσκουν «φθηνό χρήμα» για να τα «τρέξουν», όπως φυσικά και τα νοικοκυριά: Αφενός δεν ανοίγουν νέες δουλειές και τα «μεροκάματα» περιορίζονται και αφετέρου όσοι ήδη έχουν λάβει κυμαινόμενα δάνεια συνδεδεμένα με τα ευρωπαϊκά επιτόκια θα δουν την δόση τους να αυξάνεται.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει τόσο τα δάνεια που πρόκειται να δώσουν οι τράπεζες καθιστώντας το κόστος του χρήματος ακόμη πιο ακριβό, όσο και εκείνα που ήδη έχουν χορηγήσει καθώς θα αυξηθούν οι δόσεις των κυμαινόμενων δανείων.
Πώς θα «προχωρήσει» η FED
Οι «ζυμώσεις» βέβαια είναι πιο έντονες στη Fed, την κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία έχει ξεκινήσει από τον περασμένο Μάρτιο, τέσσερις μήνες πριν από την ΕΚΤ, να συσφίγγει επιθετικά την πολιτική της και έχει αυξήσει ήδη το βασικό της επιτόκιό της κατά 4,25 ποσοστιαίες μονάδες στο εύρος από το 4,25% έως το 4,5%.
Τον περασμένο μήνα, η Fed επιβράδυνε τον ρυθμό αύξησης του επιτοκίου της σε 50 μονάδες βάσης (μισή ποσοστιαία μονάδα), ενώ Τετάρτη στις 1 Φεβρουαρίου είναι πολύ πιθανό να επιβραδύνει περαιτέρω στις 25 μ,β, (ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας).
Και αν το καλό νέο είναι ότι «φρενάρει» ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων, το «κακό» είναι ότι όσοι έχουν δανειστεί θα αναγκαστούν να επωμιστούν ακόμη μεγαλύτερη μηνιαία δόση.
Οι αγορές ποντάρουν ότι η Fed θα σταματήσει σύντομα τη σύσφιξη της πολιτικής της, ενδεχομένως στα μέσα Μαρτίου μετά από μία ακόμη αύξηση 25 μ.β και να αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια μέσα στο 2023. Αυτές οι προσδοκίες είναι που έχουν οδηγήσει στην ανάκαμψη των χρηματιστηρίων και των αγορών ομολόγων.
Τι θα αποφασίσει στη συνεδρίασή της η ΕΚΤ
Ωστόσο, η μέση πρόβλεψη των στελεχών της Fed τον Δεκέμβριο ήταν ότι το επιτόκιο θα κορυφωθεί στο 5,1% και θα παραμείνει στα επίπεδα αυτά έως το τέλος του 2023. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανή μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μ.β. τον Μάιο.
Η ΕΚΤ θα συνεδριάσει την Πέμπτη, μία ημέρα μετά τη Fed, και αναμένεται να αυξήσει τα βασικά επιτόκιά της κατά 50 μ.β., οπότε το επιτόκιο καταθέσεων θα διαμορφωθεί στο 2,5% και το επιτόκιο χορηγήσεων (προεξοφλητικό) στο 3%, ενώ ανάλογα θα αυξηθούν και τα επιτόκια των δανείων όσων έχουν πάρει δάνειο από τις τράπεζες με επιτόκιο συνδεδεμένο με το Euribor.
Ακόμη μία αύξηση 50 μ.β. αναμένεται στα μέσα Μαρτίου καθώς η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε προαναγγείλει τον περασμένο μήνα νέες αυξήσεις αυτής της τάξης μέσα στο 2023 και ορισμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της έσπευσαν την περασμένη εβδομάδα να υπενθυμίσουν τις δηλώσεις αυτές.
Οι προβλέψεις για μετά τον Μάρτιο
Για μετά τον Μάρτιο, ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ πιθανόν θα επιβραδυνθεί στις 25 μ.β. και θα ξεκαθαρίσει περισσότερο ο χρόνος που θα ολοκληρωθεί ο ανοδικός κύκλος τους.
Πόσες αυξήσεις επιτοκίων θα γίνουν μετά τον Μάρτιο, θα εξαρτηθεί από την πορεία και τις προοπτικές αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Η δραστική μείωση των τιμών του φυσικού αερίου έχει αναπτερώσει τις προσδοκίες για μία ταχύτερη αποκλιμάκωση του δείκτη τιμών καταναλωτή και σε πιο αισιόδοξες προβλέψεις των αγορών και των αναλυτών.
Σε πρόσφατη έρευνα του Bloomberg, η πρόβλεψη των οικονομολόγων που ρωτήθηκαν ήταν ότι η ΕΚΤ θα ολοκληρώσει τις αυξήσεις τον Μάιο, με το επιτόκιο καταθέσεων στο 3,25% και των χορηγήσεων στο 3,75%. Άλλοι, πάντως, θα έβλεπαν το επιτόκιο καταθέσεων να αυξάνεται έως το 3,75% και το χορηγήσεων στο 4,25%.