Νέα υπηρεσία κατά του μεγάλου οικονομικού εγκλήματος – Οι 135 ελεγκτές και οι αρμοδιότητές τους

Νέα υπηρεσία για την καταπολέμηση του μεγάλου οικονομικού εγκλήματος συστήνεται στο υπουργείο Οικονομικών με 135 ελεγκτές, η οποία θα υπάγεται κατευθείαν στον υπουργό Οικονομικών και θα καθοδηγείται και θα συντονίζεται από τον εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

Τη σύσταση της νέας υπηρεσίας προβλέπει το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή. Η υπηρεσία θα έχει έδρα στο υπουργείο Οικονομικών και θα φέρει τον τίτλο «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος».

Αναλυτικά το πολυνομοσχέδιο προβλέπει τα ακόλουθα για τη «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος»:

– Αποστολή της υπηρεσίας είναι αποκλειστικά η διενέργεια ερευνών προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικών εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρ. 66 επ. του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ) και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν, υπό την εποπτεία του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

Η υπηρεσία είναι αρμόδια για:

α) τη διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων,, αποκλειστικά κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν,

β) τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που της ανατίθενται,

γ) τη διοικητική υποστήριξη και μέριμνα και την εξασφάλιση των υλικών και μέσων, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, και

δ) τη συλλογή, τήρηση και διαρκή ενημέρωση του αρχείου της υπηρεσίας σχετικά με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία που αφορά στην αποκάλυψη και δίωξη φορολογικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων καθώς και τήρηση αρχείου διοικητικής και ποινικής νομολογίας για τα θέματα αυτά.

3. Το προσωπικό της υπηρεσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, έχει την ιδιότητα των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων και κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του, ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν:

α) προβαίνει στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος

β) λαμβάνει γνώση και διενεργεί έρευνες επί φορολογικών δεδομένων, ήτοι φορολογικών δηλώσεων, φορολογικών στοιχείων και κάθε άλλου υποχρεωτικού και προαιρετικού βιβλίου και στοιχείου που ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία. Η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα περιορίζεται σε αυτά που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων γίνεται στα γραφεία της υπηρεσίας, ή στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου

γ) καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο ή άλλο πρόσωπο να δώσει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της έρευνας, καθώς και να παρέχει αντίγραφα μέρους των βιβλίων και στοιχείων ή οποιουδήποτε συναφούς εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων πελατολογίων και καταλόγων προμηθευτών και αντίγραφα των ηλεκτρονικών αρχείων, εφόσον αυτά εκδίδονται μηχανογραφικά

δ) ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου, στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, καθώς και στα μεταφορικά μέσα

ε) ενεργεί έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων που δεν ευρίσκονται στο χώρο της επαγγελματικής απασχόλησης του ελεγχόμενου τηρώντας τα οριζόμενα στις διατάξεις του ΚΠΔ.

στ) λαμβάνει αντίγραφα των βιβλίων και στοιχείων, καθώς και λοιπών εγγράφων, για τα οποία ο ελεγχόμενος δηλώνει ότι αντιπροσωπεύουν ακριβή αντίγραφα. Οι διενεργούντες την έρευνα δύνανται να απαιτούν από τον ελεγχόμενο ή τον εκπρόσωπο του να παρίσταται στον τόπο, όπου διενεργείται ο έλεγχος και να απαντά σε ερωτήματα που του τίθενται, ώστε να διευκολύνεται η διενέργεια της έρευνας. Σε περίπτωση κατά την οποία τα βιβλία και στοιχεία τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή, η υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε φυλασσόμενα αρχεία, καθώς και στα λογιστικά προγράμματα και τις πληροφορίες που έχουν καταχωριστεί σε αυτά ενώ δικαιούται να λαμβάνει τα ηλεκτρονικά αρχεία σε αναγνώσιμη ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.

ζ) κατάσχει βιβλία και στοιχεία που τηρούνται ή διαφυλάσσονται σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία, στοιχεία, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποδεικτική αξία αυτών.

– Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, στο πλαίσιο εκτέλεσης παραγγελιών των εισαγγελικών λειτουργών έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η ΑΑΔΕ, γνωστοποιώντας της την πρόσβαση αυτή, σύμφωνα με τους κανόνες ιχνηλασιμότητας και πρόσβασης στα συστήματα της ΑΑΔΕ, και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν. Η πρόσβαση αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία προσδιορισμένων φυσικών και νομικών προσώπων και κάθε είδους νομικών οντοτήτων με εντοπισμένο, πριν την πρόσβαση, αριθμό φορολογικού μητρώου. Πέρα από τους περιορισμούς της παρούσας παραγράφου, η προαναφερθείσα πρόσβαση των ελεγκτών της Υπηρεσίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, υποχρεούμενοι όμως στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.

– Οι ελεγκτές της υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 63 του Ν. 4170/2013 και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού, επαγγελματικού απορρήτου, απορρήτου των στοιχείων τηρουμένων των διατάξεων περί εχεμύθειας του Υπαλληλικού Κώδικα.

– Οι αρμοδιότητες της υπηρεσίας ασκούνται παράλληλα και ανεξάρτητα από λοιπές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Το προσωπικό αυτής τελεί σε διαρκή ετοιμότητα για την ταχεία επέμβασή του όταν παρίσταται ανάγκη, και θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, κάθε φορά που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του, πάντοτε, όμως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, και τις εντολές των προϊσταμένων του και του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

– Η υπηρεσία συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού και δύναται να συμμετέχει σε θεσμοθετημένα διϋπηρεσιακά όργανα. Με την επιφύλαξη και τους όρους του παρόντος νόμου, οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές αρχές και υπηρεσίες, υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχείο. Η ανταλλαγή πληροφοριών με υπηρεσίες και φορείς του εξωτερικού αφορά μόνο στην ποινική διερεύνηση των υποθέσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας και δεν σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή του άρθρου 29 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

– Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η υπηρεσία υποβάλλει έκθεση πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στον εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και στους υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην έκθεση αναφέρονται ο αριθμός ερευνών και η διαδικαστική πορεία τους. Η έκθεση αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για πέντε (5) έτη.

– Για τη στελέχωση της Διεύθυνσης συνιστώνται 135 θέσεις ελεγκτών. Για τη διοικητική υποστήριξή της, επιτρέπεται η κατανομή δεκαπέντε οργανικών θέσεων από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 86 και 87 του Π.Δ. 142/2017 (181 Β’) με απόφαση του υπουργού Οικονομικών.

– Η πλήρωση των οργανικών θέσεων διοικητικού προσωπικού της Διεύθυνσης διενεργείται:

α) με μετακίνηση υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών,

β) με μετάταξη, ή απόσπαση δημοσίων υπαλλήλων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας (ν. 4440/2016, 224 Α),

γ) με διορισμό σύμφωνα με το ν. 2190/1994 (Α΄28) όπως ισχύει.

– Οι θέσεις ελεγκτών καλύπτονται κατά παρέκκλιση των διατάξεων για το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας (ν. 4440/2016), με αποσπάσεις μονίμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού που υπηρετεί σε φορείς του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις του ν. 1256/1982 (Α΄65) όπως ισχύει, συμπεριλαμβανομένων ένστολων καθώς και ειδικού επιστημονικού προσωπικού που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του προανακριτικού έργου. Για τη διενέργεια των ανωτέρω αποσπάσεων εκδίδεται πρόσκληση του αρμόδιου υπουργού, ύστερα από εισήγηση του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, με την οποία καθορίζονται ο αριθμός των θέσεων που θα καλυφθούν, τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων για την κάλυψη των θέσεων αυτών, καθώς και ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής αίτησης των ενδιαφερομένων, η διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεών τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

– Ειδικά και προς διασφάλιση της άμεσης λειτουργίας της υπηρεσίας και προς ολοκλήρωση των εκκρεμών ελέγχων, αποσπώνται και τοποθετούνται σε αυτή κατ’ ανώτατο όριο εξήντα υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε.

– Οι εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ανακριτικών και προανακριτικών πράξεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων και εντολών διενέργειας φορολογικών ελέγχων που έχουν προκύψει από εντολή οιασδήποτε εισαγγελικής και δικαστικής αρχής, οι οποίες υφίστανται στην Α.Α.Δ.Ε. (ΚΕΜΕΕΠ, ΚΕΦΟΜΕΠ, ΔΟ.Υ., ΥΕΕΔΕ, ΔΙΠΑΕΕ, κεντρικές υπηρεσίες), κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας της υπηρεσίας, επιστρέφονται από την ΑΑΔΕ στις κατά περίπτωση αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές που έχουν εκδώσει τις σχετικές παραγγελίες, εντολές και αιτήματα μέχρι την 28.02.2018. Κατ’ εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου η Α.Α.Δ.Ε. διατηρεί κατ’ ανώτατο όριο εκκρεμείς εντολές ελέγχου 1.300 Α.Φ.Μ. για τις χρήσεις που έχουν προτεραιοποιηθεί, των οποίων ο έλεγχος βρίσκεται σε τελικό στάδιο την 28.02.2018 ή που είναι προτεραιοποιημένες για έλεγχο από την Α.Α.Δ.Ε. κατά την ίδια ημερομηνία. Ως τελικό στάδιο ελέγχου νοείται, α) η έκδοση προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή β) η έκδοση αιτήματος παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Κ.Φ.Δ.


Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Exit mobile version