Νέα βάρη ύψους 4,5 δισ. ευρώ από τα συνήθη υποζύγια, δηλαδή τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους αγρότες ζητά το ΔΝΤ για το 2019 επιμένοντας ότι η Ελλάδα θα έχει απόκλιση 2,4 δισ. ευρώ (1,3% του ΑΕΠ) από τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Ουσιαστικά το Ταμείο προδιαγράφει την εφαρμογή και της μείωσης της προσωπικής διαφοράς των παλιών συντάξεων με καθαρή δημοσιονομική απόδοσης περίπου 2,5 δισ. ευρώ μαζί με την περικοπή της έκπτωσης φόρου (που δημιουργεί ένα έμμεσο αφορολόγητο) κατά 650 ευρώ με στόχο να συγκεντρωθούν πρόσθετα έσοδα 1,94 δισ. ευρ, παρότι το δεύτερο μέτρο ήταν προγραμματισμένο για το 2020.
Παράλληλα, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του Ταμείου, «διαγράφονται» στην ουσία τα αντίμετρα συνολικού ύψους 2% του ΑΕΠ που αντιστοιχούν σε δαπάνες 3,8 δισ. ευρώ για την διετία 2019-2020.
Από το σύνολο, τα 1,9 δισ. ευρώ για το 2019 θα ήταν καθαρές δαπάνες για κοινωνική πρόνοια και 1,85 δισ. ευρώ το 2020 για φορολογικές δαπάνες μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών σε μισθωτούς συνταξιούχους ελεύθερους επαγγελματίες επιχειρήσεις και μια μικρή μείωση ακόμη και στον ΕΝΦΙΑ.
Το δικαίωμα να ζητήσει κάτι τέτοιο το δίνει η ρήτρα που έχει ενταχθεί όχι μόνο στο πρόγραμμα του ΔΝΤ με την Ελλάδα αλλά και στο αναθεωρημένο μνημόνιο με την Ευρωπαϊκή επιτροπή, τα οποία έχει συμφωνήσει η ελληνική πλευρά.
Σύμφωνα με την ρήτρα, το ΔΝΤ θα έχει τον πρώτο λόγο για την εφαρμογή μέτρων και αντίμετρων από το 2019 και το 2020. Αν αποδεχθεί μέχρι το καλοκαίρι του 2018 ότι η Ελλάδα αποκλίνει από τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα αναγκαστεί να εφαρμοστεί το 2019 και η μείωση των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου και θα ξεχάσει τα αντίμετρα.
Ο στόχος του Ταμείου γίνεται φανερός από τις διαδοχικές προβλέψεις του. Στην προηγούμενη εξαμηνιαία έκθεσή του το Ταμείο εκτιμούσε ότι με τα τότε ψηφισμένα μέτρα η Ελλάδα θα πετύχαινε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ για το 2018 και στην συνέχεια σταθερό 1,5% του ΑΕΠ για κάθε επόμενο χρόνο μέχρι και το 2022.
Η διαφορά της έκθεσης του Απριλίου σε σχέση με την έκθεση που δόθηκε χθες στην δημοσιότητα είναι η αποδοχή εκ μέρους της ελληνικής πλευράς πρόσθετων μέτρων 1% του ΑΕΠ για το 2019, από περικοπή συντάξεων και αφορολόγητου.
Η συμφωνία την οποία δεν φαίνεται να συμμερίζεται ιδιαίτερα το Ταμείο συμπληρώνοντας με την συνθήκη ότι σε κάθε μια από τις δύο χρονιές τα νέα μέτρα θα αντισταθμίζονταν με ισόποσα αντισταθμιστικά μέτρα 1% του ΑΕΠ το 2019 για κοινωνικές παροχές και 1% του ΑΕΠ για φοροαπαλλαγές του 2020.
Με τις νέες προβλέψεις του το ταμείο κάνει το «κακό σενάριο» βασικό και επιμένοντας στην απόκλιση από τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος θεωρεί δεδομένη την εφαρμογή για το 2019 και της περικοπής των συντάξεων αλλά και της μείωσης του αφορολόγητου.
Διαγράφοντας παράλληλα και τα αντίμετρα ουσιαστικά προσθέτει μέτρα δημοσιονομικής απόδοσης 2% του ΑΕΠ το 2019 θεωρώντας ότι θα έχει σταθερή απόδοση μέχρι και το 2022 και αφαιρεί τα αντίμετρα με δημοσιονομικό κόστος 2% του ΑΕΠ.
Έτσι με δεδομένα τα πρόσθετα μέτρα σε μια δόση μετά το πρόγραμμα αναθεώρησε προς τα πάνω την πρόβλεψη του για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2019 μέχρι και το 2022 στο 3,5% του ΑΕΠ.
Πρόβλημα και με την δόση των 800 εκατ. ευρώ
Στο μεταξύ τα στοιχεία που δόθηκαν χθες από το υπουργείο οικονομικών εξηγούν και την μαζική επιστροφή φόρων ύψους 1,6 δισ. ευρώ από την ΑΑΔΕ τον Σεπτέμβριο αλλά και τις υπερωρίες του ΕΦΚΑ για την απονομή συντάξεων: Η δόση των 800 εκατ. ευρώ για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων κινδυνεύει να μην έρθει μέσα στον Οκτώβριο και να συνδεθεί με την τρίτη αξιολόγηση και την υλοποίηση των 95 προαπαιτούμενων και να εκταμειυτεί κάποια στιγμή μέσα στο 2018.
Με βάση τα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ από την αρχή του χρόνου μέχρι και τα τέλη Αυγούστου είχαν γίνει πληρωμές μόνο 894,2 εκατ. ευρώ .
Το κακό είναι ότι για να πάρουμε τα 800 εκατ. ευρώ της δόσης θα πρέπει να παρουσιάσουμε ως χώρα αποδείξεις για την καταβολή σε ιδιώτες προμηθευτές συνταξιούχους και επιστροφές φόρων 1,2 δισ. ευρώ (την δόση των 800 εκατ. ευρώ που πήραμε τον Ιούλιο συν 50% από δικά μας χρήματα) από τα τέλη Απριλίου μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Τα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ δείχνουν ότι στο οκτάμηνο έχουν πληρωθεί συνολικά 894,2 εκατ. ευρώ για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων.
Από αυτά τα 513 εκατ. ευρώ για ληξιπρόθεσμα χρέη της γενικής κυβέρνησης, 108,3 εκατ. ευρώ για εκκρεμείς επιστροφές φόρων και 272,9 εκατ. ευρώ για εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης. Συνολικά 894,2 εκατ. ευρώ.