Η
Ν.Δ. καταψηφίζει την ίδρυση του νέου Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης περιουσία,
καθώς εκχωρεί το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας της χώρας για
διάστημα περίπου ενός αιώνα, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, αναφέρει σε ενημερωτικό σημείωμά
της η Αξιωματική Αντιπολίτευση.
Το
ενημερωτικό σημείωμα απαντά στην άτυπη ενημέρωση της κυβέρνησης για το Ταμείο
και τονίζει ότι υπάρχουν αντιφατικά σημεία. Ειδικότερα, η ΝΔ αναφέρει ότι από
την άτυπη ενημέρωση της κυβέρνησης πληροφορήθηκε τα εξής:
“1ον.
Η υπογραφή της συμφωνίας πώλησης του 67% του Ο.Λ.Π. στην Cosco ήταν μια
«κοντόφθαλμη ιδιωτικοποίηση» του κ. Τσίπρα. Τα ίδιο ισχύει, προφανώς και για
σύμβαση παραχώρησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων που κυρώνεται με το
πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης.
2ον.
Ότι δεν θα γίνουν ιδιωτικοποιήσεις, όταν μόλις πριν από λίγες ώρες ο υπουργός
Οικονομικών κ. Τσακαλώτος, έλεγε στη Βουλή ότι θα γίνουν ιδιωτικοποιήσεις.
3ον.
Το νέο Υπερταμείο (Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.) έχει
στόχους «αξιοποίησης ή ιδιωτικοποίησης», αλλά ότι οι ΔΕΚΟ (ΟΟΣΑ, Ο.Σ.Υ., ΣΤΑΣΥ,
Ο.Σ.Ε., ΕΛΤΑ, ΟΑΚΑ) που εντάσσονται σε αυτό δεν «θα αποκρατικοποιηθούν», ούτε
«προβλέπεται να πωληθούν». Πράγματι, προβλέπεται μόνο ότι μπορεί να
ιδιωτικοποιηθούν, όχι να αποκρατικοποιηθούν”.
Στη
Συγγρού κάνουν λόγο για τραγελαφικά και αντιφατικά σημεία σε αυτή την
κυβερνητική ενημέρωση και τονίζουν τα εξής:
“Η
Νέα Δημοκρατία καταψηφίζει την ίδρυση του νέου Υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων
και αξιοποίησης περιουσίας. Πρόκειται για πρωτοφανή εκχώρηση του συνόλου της
κινητής και ακίνητης περιουσίας της χώρας, για διάστημα περίπου ενός αιώνα,
χωρίς ουσιαστικό εθνικό και δημοκρατικό έλεγχο και λογοδοσία, γεγονός που δεν
συνάδει με τις έννοιες της εθνικής κυριαρχίας και εθνικής αξιοπρέπειας.
Ειδικότερα:
Το
Ταμείο έχει διάρκεια 99 ετών, πολύ πέρα από τη λήξη των δανειακών υποχρεώσεων
της χώρας. Ενδεικτικά, η μέση υπολειπόμενη διάρκεια των δανείων του 3ου
Μνημονίου είναι τα 33 έτη. Ο κ. Τσίπρας που κραύγαζε να μη δεσμεύσει η
προηγούμενη κυβέρνηση τη χώρα για έναν χρόνο, τώρα τη δεσμεύει για έναν αιώνα.
Δημιουργείται
πενταμελές Εποπτικό Συμβούλιο, με ισχυρές αρμοδιότητες, πρόεδρος του οποίου
επιλέγεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας,
οι αποφάσεις του οποίου θα λαμβάνονται κατόπιν θετικής ψήφου τουλάχιστον
τεσσάρων μελών, άρα με αναγκαία τη σύμφωνη γνώμη των μελών που επιλέγουν οι
θεσμοί. Επομένως, το ότι ο πρόεδρος του Υπερταμείου του Εποπτικού Συμβουλίου
δεν έχει «διπλή ψήφο» δεν έχει καμία σημασία. Δεν λαμβάνεται καμία απόφαση αν
δεν είναι παρών και αν δεν συμφωνεί τουλάχιστον ένας εκ των δύο εκπροσώπων των
δανειστών. Πρόκειται για ένα ετεροβαρές σχήμα λήψης αποφάσεων υπέρ των
δανειστών.
Μάλιστα
το Εποπτικό Συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του Διοικητικού
Συμβουλίου, ζητώντας την απλή γνώμη (!!!) του υπουργού Οικονομικών. Εν
προκειμένω, όπως παραδέχεται και η κυβέρνηση, ο ρόλος του υπουργού Οικονομικών
είναι διακοσμητικός.
Για
την Επενδυτική Πολιτική που θα υλοποιήσει το Υπερταμείο και οι άμεσες
θυγατρικές του αποφασίζει το Εποπτικό Συμβούλιο και όχι ο υπουργός Οικονομικών,
όπως άλλωστε προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 189 και 200 του
πολυνομοσχεδίου. Επιπλέον, κανείς δεν γνωρίζει ακόμα τον Εσωτερικό Κανονισμό
του Υπερταμείου, ούτε και τι αρμοδιότητες έχει, πως συγκροτείται και πως
αποφασίζει η Επιτροπή Επενδύσεών του, η οποία εμφανίζεται και εξαφανίζεται στο
άρθρο 200.
Η
διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, στο νέο Υπερταμείο γίνεται κατόπιν
πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου και προσυπογράφεται από το Εποπτικό
Συμβούλιο, ενώ στο ΤΑΙΠΕΔ με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται
ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου. Δηλαδή, ο ρόλος των δανειστών
είναι αυξημένος στο νέο Υπερταμείο.
Τα
περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στο νέο Υπερταμείο δεν είναι απολύτως
σαφή. Απόδειξη, οι συνεχείς τροπολογίες που καταθέτει η κυβέρνηση, προσπαθώντας
να αποκρύψει ή να συσκοτίσει την πραγματικότητα. Μάλιστα, μελλοντικά,
περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν κατά κυριότητα στο ελληνικό Δημόσιο, δύναται
να μεταβιβαστούν στο Υπερταμείο, απλώς και μόνο με απόφαση του υπουργού
Οικονομικών. Δηλαδή, ουσιαστικά, εισφέρεται σε αυτό με αυστηρούς όρους και
δεσμεύσεις το σύνολο σχεδόν του ενεργητικού της ελληνικής οικονομίας που
βρίσκεται υπό δημόσιο έλεγχο, κάτι που συνιστά ένα είδος εγγύησης – ενεχύρου
έναντι της χρηματοδότησης που λαμβάνουμε («ρήτρα αφερεγγυότητας»).
Για
οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δεν είναι απαραίτητο να γίνει εκτίμηση από
ανεξάρτητο ορκωτό ελεγκτή, αλλά το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει μία
τράπεζα και αυτή να εκφράσει γνώμη, κάτι που δεν προβλέπεται, συνήθως, στα
διεθνή εκτιμητικά πρότυπα.
Δεν
τίθεται «οροφή» στην αξία των περιουσιακών στοιχείων που το ταμείο θα αξιοποιεί
και θα ρευστοποιεί. Στο 3ο Μνημόνιο υπήρχε τουλάχιστον η πρόβλεψη για 50 δισ.
ευρώ. Στο σχέδιο νόμου τέτοια πρόβλεψη δεν υφίσταται, και αυτό γιατί η
κυβέρνηση μεταβιβάζει ολόκληρη την περιουσία της χώρας, για τεράστιο χρονικό
διάστημα, στο Υπερταμείο.
Το
50% των κερδών χρησιμοποιούνται για τις επενδύσεις του Υπερταμείου. Επειδή
μάλιστα δεν υφίσταται σχετική πρόβλεψη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και το
σύνολο αυτού του ποσοστού για επενδύσεις στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας,
ώστε να βελτιωθεί το τίμημα πώλησής τους.
Και
φυσικά δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για εθνικό έλεγχο και λογοδοσία”.