H έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα θα είναι πιθανόν επιτυχημένη, αναφέρει η αμερικανική τράπεζα Morgan Stanley σε έκθεσή της μετά
την απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου.
Σύμφωνα με την τράπεζα, η ελληνική οικονομία πηγαίνει
καλύτερα και η βιωσιμότητα του χρέους έχει ενισχυθεί μετά την απόφαση του Eurogroup, ανοίγοντας τον
δρόμο σε νέες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της Ελλάδας. Παράλληλα, δημιουργεί
περιθώριο ευκαιρίας για αγορά ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα στο πλαίσιο του QE.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο παραμένει η αβεβαιότητα για το χρέος, αναφέρει η
τράπεζα.
Η Morgan Stanley σημειώνει ότι η Ελλάδα ακολουθεί τον δρόμο της «καθαρής
εξόδου» που ακολούθησαν και οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης που ήταν σε πρόγραμμα.
Τονίζει, όμως, ότι για να είναι επιτυχημένη η έξοδος χρειάζεται να υπάρξουν και
άλλα στοιχεία, ορισμένα από τα οποία δεν είναι στον έλεγχο της χώρας, όπως οι
διακυμάνσεις στις αγορές, λόγω των πολιτικών αβεβαιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η τράπεζα θεωρεί, πάντως, ότι αν δεν υπάρχει κάποια έκπληξη στο μέτωπο αυτό, η
κατάσταση στην Ελλάδα θα βελτιώνεται, ώστε το σενάριο της επιτυχημένης εξόδου θα γίνει πραγματικότητα.
Τα βασικά «μαξιλάρια» της Ελλάδας είναι το μεγάλο ποσό για
την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, αλλά και το γεγονός ότι ο τραπεζικός
τομέας της δείχνει σε καλύτερη κατάσταση, με την εξάρτηση από τον ELA να έχει
μειωθεί κατακόρυφα, αν και τα κόκκινα δάνεια παραμένουν υψηλά. Η χαλάρωση των
capital controls είναι επίσης θετική εξέλιξη.
Η Morgan Stanley θυμίζει ότι η χώρα έχασε το 25% του ΑΕΠ
στην κρίση αλλά τώρα ανακάμπτει και δείχνει ελαφρά ισχυρότερη δυναμική. Αυτό
είναι ενθαρρυντικό, τονίζει, αλλά πρέπει να διατηρηθεί. Η εκτίμηση είναι ότι
φέτος το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,3%, όσο και το 2019, και γύρω στο 2% την περίοδο
μεταξύ 2020-22.
Σημειώνει ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία, η ανάπτυξη
στηρίζεται στον εξαγωγικό τομέα και στις επενδύσεις και όχι στην κατανάλωση,
κάτι που είναι σε αυτή τη φάση θετικό.
Η εγχώρια κατανάλωση παραμένει το «κλειδί», αναφέρει,
θυμίζοντας ότι αυτό έχει φανεί σε άλλες χώρες που πέρασαν από πρόγραμμα
προσαρμογής. Οι εξαγωγές θα βοηθήσουν, αλλά στην Ελλάδα η εξάρτηση από τις
εισαγωγές παραμένει υψηλή. Όπως σχολιάζει, καταγράφεται βελτίωση σε ότι αφορά
την καταναλωτική εμπιστοσύνη, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού
εξακολουθεί να πασχίζει για να φανεί αισιόδοξη για την οικονομία. Αυτό δεν
είναι πολύ θετικό καθώς επηρεάζει τις αποφάσεις των νοικοκυριών αναφορικά με τις
δαπάνες τους.
Από την άλλη πλευρά, η εμπιστοσύνη μπορεί να βελτιωθεί
επειδή η αγορά εργασίας ανακάμπτει και αυξάνονται οι προσλήψεις. Η μείωση της
ανεργίας συνεχίζεται για αρκετό καιρό αλλά η αύξηση των μισθών δεν δείχνει
ιδιαίτερη δυναμική, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί για αρκετό διάστημα, αν
πρόκειται να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα.
Οι επιχειρήσεις δείχνουν γενικα αισιόδοξες για την οικονομική κατάσταση, λέει η τράπεζα, και αυτό
δεν οφείλεται μόνο σε έναν κλάδο, αλλά σε περισσότερους – στη βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες και
στο λιανεμπόριο.
Αυτή η στροφή λειτουργεί ενισχυτικά στις επενδύσεις και οι
εταιρείες δείχνουν έτοιμες να επεκτείνουν τις κινήσεις τους επενδύοντας
αυξανόμενο ποσοστό από τα κέρδη τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πράγματα
βελτιώνονται, συνεχίζει η Morgan Stanley, αλλά το να πάμε σε υψηλότερη
αναπτυξιακή τροχιά θα εξαρτηθεί από μια σειρά θετικών αποτελεσμάτων που θα
βάλουν τον σπόρο ενός «ενάρετου κύκλου», κάνοντας την ανάπτυξη βιώσιμη.