του Κωνσταντίνου Μίχαλου*
Ο ερχομός του 2017 έχει συνδεθεί με την προσδοκία για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις, αναμένεται το επόμενο έτος ανάπτυξη της τάξης του 2,7%. Η πρόβλεψη αυτή είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη, σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά και στην κοινωνία.
Η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου που έχει τεθεί για το 2017 βασίζεται κατά 80% στην αύξηση των εσόδων και μόνο κατά 20% στη συγκράτηση των δαπανών. Ωστόσο, τα 2,6 δισ. ευρώ πρόσθετων φόρων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εισπραχθούν, με δεδομένο ότι η φοροδοτική ικανότητα επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων έχει πλέον εξαντληθεί. Παράλληλα, καθυστερεί η διαδικασία αποκατάστασης των συνθηκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα. Το σχέδιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν έχει ακόμη τεθεί σε πλήρη εφαρμογή, με αποτέλεσμα να συντηρείται ένα καθεστώς ασφυξίας στην αγορά.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, κυβέρνηση και δανειστές αδυνατούν για μια ακόμη φορά να βρουν κοινό τόπο, ώστε να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος και να προχωρήσουν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος. Είναι σημαντικό να κατανοήσουν όλες οι πλευρές ότι, χωρίς γενναίες αποφάσεις και συναίνεση σε θεμελιώδεις στόχους, οι προσδοκίες για ανάπτυξη θα διαψευσθούν. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη της οικονομίας, όσο συνεχίζεται η δογματική εμμονή στη λιτότητα και στην εξοντωτική φορολόγηση του ιδιωτικού τομέα. Ειδικά οι εταίροι μας στη Γερμανία πρέπει να καταλάβουν ότι το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα στηρίζεται στην έννοια της αλληλεγγύης. Και ότι δεν επιτρέπεται να εμπλέκουν την Ελλάδα στην εσωτερική τους προεκλογική ατζέντα, υιοθετώντας ακραίες θέσεις εναντίον της προς άγρα ψήφων.
Η χώρα χρειάζεται μια εθνική στρατηγική, ένα σχέδιο φυγής προς τα εμπρός. Το σχέδιο αυτό σαφώς θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα ανακούφισης των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Κυρίως όμως χρειάζεται μέτρα αναπτυξιακά, τα οποία μακροπρόθεσμα θα δώσουν ώθηση στην παραγωγικότητα και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και, μέσα από την αύξηση του εθνικού πλούτου, θα δημιουργήσουν βιώσιμες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Αυτό που ζητά η αγορά ενόψει του νέου έτους, είναι συνθήκες επιβίωσης και ανάπτυξης. Από τα πλεονάσματα που δημιουργήθηκαν χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού και με βάση τη συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, θα πρέπει άμεσα να αποπληρωθεί μέρος των οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Τα κεφάλαια αυτά είναι αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων και ειδικά των μικρομεσαίων, που δίνουν σκληρή μάχη για την επιβίωσή τους.
Παράλληλα, η κυβέρνηση θα πρέπει να εστιάσει στην ανατροπή του αρνητικού κλίματος που επικρατεί σήμερα στην αγορά. Αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής με μείωση των φορολογικών συντελεστών, έλεγχο της φοροδιαφυγής και περιορισμό των λειτουργικών δαπανών του κράτους, η επιτάχυνση της διαδικασίας διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με σκοπό την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές και εθνική στρατηγική για την προσέλκυση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων, οφείλουν να αποτελέσουν τομείς προτεραιότητας για το 2017.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, είναι δυνατή η ανάκαμψη της αγοράς και της επιχειρηματικότητας στη χώρα, ώστε η χρονιά που έρχεται να αποτελέσει την αρχή μιας σταθερής πορείας ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.
* Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος της ΚΕΕΕ
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ