Όλα τα μάτια των αγορών έχουν στραφεί -και απολύτως δικαιολογημένα- στη Μέση Ανατολή. Αν και το κόστος μιας άμεσης ιρανικής επίθεσης στο Ισραήλ είχε ήδη – τουλάχιστον εν μέρει- κοστολογηθεί, προκύπτει ένα μεγάλο ερώτημα.
Θα υπάρξει αντίδραση τέτοια που να είναι ικανή να τροφοδοτήσει περαιτέρω ανάφλεξη στην περιοχή με την εμπλοκή και άλλων γειτονικών χωρών; Αρκετοί αναλυτές επισημαίνουν ότι επρόκειτο για επίθεση, η οποία σχεδιάστηκε να «αναχαιτιστεί εύκολα» και πως «σπάνια βλέπουμε επιθυμία για αποκλιμάκωση να δηλώνεται τόσο ρητά», ουδείς όμως παραγνωρίζει το ότι η περιοχή είναι ένα «καζάνι που βράζει».
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Και φυσικά ουδείς μπορεί να αγνοήσει το γεγονός πως έχουμε πια ευθεία αντιπαράθεση μιας πετρελαιοπαραγωγού χώρας, όπως το Ιράν και ενός κρίσιμου ενεργειακού κόμβου, όπως το Ισραήλ, κάτι που σε συνδυασμό με τον «αποκλεισμό» της Διώρυγας του Σουέζ, αλλά και τα όποια εμπόδια ενδεχομένως προκύψουν στις ροές του «μαύρου χρυσού» μέσω του Στενού του Ορμούζ διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό «κοκτέιλ». Από την άλλη βέβαια εάν διαψευστούν οι αρνητικές προοπτικές και το Ισραήλ αποφύγει να ρίξει και άλλο «λάδι στη φωτιά», τότε ενδεχόμενα οι αγορές να πάρουν διαφορετική τροπή.
Τα επόμενα κρίσιμα 24ωρα, η απάντηση του Ισραήλ και το στενό του Ορμούζ
Σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα 24ωρα είναι κρίσιμα πόσο μάλλον όταν συνήθως σε ανάλογα γεγονότα η άμεση αντίδραση των αγορών είναι «πουλήστε τώρα». Κάτι βέβαια, που δεν αναμένεται να ισχύσει με τις τιμές του πετρελαίου, το αντίθετο μάλιστα, καθώς αυτές υπολογίζεται πως θα «φουσκώσουν» εκ νέου και το ζήτημα είναι η έκταση και η ένταση: Αυτή την στιγμή και μετά την κλιμάκωση του πολέμου από πλευράς Ιράν, οι επενδυτές φαίνεται πως θα εστιάσουν αφενός στην «απάντηση» του Ισραήλ και αφετέρου στις ροές του «μαύρου χρυσού» μέσω του στενού του Ορμούζ. Στην εν λόγω περιοχή, μεταξύ Ομάν και Ιράν, εντοπίζεται ένα βασικό σημείο αποθήκευσης και διακίνησης για περίπου το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πετρελαίου. Πιθανή διακοπή της ροής του «μαύρου χρυσού» θα ανέβαζε τα ασφάλιστρα κινδύνου και τις τιμές.
Η στρατηγική σημασία του στενού του Ορμούζ έγκειται στην κολοσσιαία ποσότητα πετρελαίου που διακινείται μέσω του θαλάσσιου περάσματος. Είναι ενδεικτικό πως κατά μέσο όρο 20,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως (bpd) αργού πετρελαίου, συμπυκνωμάτων και προϊόντων πετρελαίου διακινήθηκαν μέσω του Ορμούζ, μόνον την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 από χώρες του ΟΠΕΚ (Σαουδική Αραβία, Ιράν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κουβέιτ και Ιράκ). Από εκεί διακινείται και σχεδόν το σύνολο της ποσότητας LNG που εξάγει το Κατάρ, το οποίο είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου παγκοσμίως. Συνολικά, περίπου 80 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι ή το 20% των παγκόσμιων ροών υγροποιημένου φυσικού αερίου περνούν από το στενό κάθε χρόνο.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που χώρες της περιοχής όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία έχουν επανειλημμένα προσπαθήσει να βρουν άλλες οδούς ώστε να παρακάμψουν το Στενό, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής περισσότερων αγωγών πετρελαίου.
Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το Ιράν συνιστά μια ενεργειακή υπερδύναμη… και δικαίως. Διαθέτει το 10% των αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου παγκοσμίως και το 15% των αποθεμάτων φυσικού αερίου. Είναι η τέταρτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα πετρελαίου παγκοσμίως και η παραγωγή του αντιστοιχεί στο 11% της συνολικής παραγωγής των χωρών του ΟΠΕΚ.
Το «μπλόκο» στην «πλωτή οδό» της Διώρυγας του Σουέζ
Η ευρύτερη περιοχή είναι καθοριστική για την παγκόσμια οικονομία και για έναν ακόμη λόγο. Η Διώρυγα του Σουέζ είναι και αυτή μια κρίσιμη «πλωτή οδός» που συνδέει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα και μέσω της οποίας διακινήθηκε περίπου το 12% έως 15% του παγκόσμιου εμπορίου κατά το 2023. Ήδη εξαιτίας των επιθέσεων των Χούθι το θαλάσσιο εμπόριο δέχτηκε σοβαρό πλήγμα, καθώς υπάρχει η εκτίμηση ότι ο όγκος των εμπορευμάτων που διέρχεται από τη Διώρυγα του Σουέζ «βούτηξε» ως και 42% τους τελευταίους μήνες.
O αριθμός των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων που περνούν από την Ερυθρά Θάλασσα περιορίζεται ραγδαία, ενώ οι τιμές των ναύλων και οι εκπομπές ρύπων αυξάνονται κατακόρυφα. Υπολογίζεται πως οι εβδομαδιαίες διελεύσεις πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων έχουν μειωθεί κατά 67%, ενώ σοβαρή μείωση παρουσιάζουν και οι διελεύσεις δεξαμενόπλοιων και πλοίων μεταφοράς φυσικού αερίου, με το όποιο αντίκτυπο τελικά υπάρχει στην «τσέπη» του τελικού καταναλωτή. Είναι ενδεικτικό ότι οι ναύλοι από τη Σαγκάη προς την Ευρώπη έχουν υπερτριπλασιαστεί (+256%), με ότι αυτό συνεπάγεται στα τελικά κόστη των προϊόντων. Τα ασφάλιστρα έχουν επίσης εκτοξευθεί, επιδεινώνοντας το συνολικό κόστος της διαμετακόμισης. Ο ρόλος των θαλάσσιων μεταφορών στο διεθνές εμπόριο, άλλωστε, είναι εξαιρετικά κρίσιμος, καθώς είναι υπεύθυνες για περίπου το 80% της παγκόσμιας διακίνησης αγαθών.
Ο ρόλος του Ισραήλ στην ενέργεια
Ενεργειακός «κόμβος» και παραγωγός-κυρίως σε επίπεδο φυσικού αερίου- είναι και το Ισραήλ τόσο για την Ανατολή όσο και για τη Δύση. Μάλιστα, τα γειτονικά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έβλεπαν τον τομέα των ορυκτών καυσίμων ως «γέφυρα» ενίσχυσης των σχέσεων τους με τους Ισραηλινούς και οι Ευρωπαίοι ως υποκατάστατο του ρωσικού αερίου, αλλά μετά την έναρξη του πολέμου και πλέον την κλιμάκωσή του τα πράγματα περιπλέχτηκαν.
Πριν από τις επιθέσεις της Χαμάς, το Ισραήλ συγκαταλεγόταν στους σίγουρους προμηθευτές της Ευρώπης, μέσω των οποίων θα αναπλήρωνε το155 δισ. κυβικά μέτρα «χαμένου» φυσικού αερίου, όσα ήταν δηλαδή οι εξαγωγές της Ρωσίας προς την Γηραιά Ήπειρο το 2021.
Ο όγκος αυτός του αερίου κάλυπτε το 1/3 της κατανάλωσης στην Ευρώπη, ενώ πέρα από το φυσικό αέριο το Ισραήλ «προώθησε» στους ευρωπαίους και περίπου 6 δισ. κ.μ. LNG.
Πάντως, το πρόβλημα της «Γηραιάς Ηπείρου» με το φυσικό αέριο, σήμερα είναι ηπιότερο από το 2022, όταν οι τιμές είχαν φτάσει στα 133 ευρώ η μεγαβατώρα.
Οι ευρωπαϊκές αποθήκες αερίου είναι πλήρεις και η κατανάλωση περίπου 15% χαμηλότερη σε σύγκριση με τα προ της κρίσης επίπεδα.
Εκτός εάν διακοπούν οι εργασίες σε πολλά κοιτάσματα φυσικού αερίου, η Ευρώπη διατηρεί-σε γενικές γραμμές- μια καλή ισορροπία σε ό,τι αφορά την επάρκεια σε φυσικό αέριο γι’ αυτόν τον χειμώνα. Και πάλι, πάντως, ο τομέας φυσικού αερίου του Ισραήλ έχει μετατραπεί από χέρι βοηθείας σε ενδεχόμενο πονοκέφαλο.
«Έσπασε» και η «γέφυρα» Ισραήλ – Αραβικών Εμιράτων
Ο πόλεμος έβαλε εμπόδια και σε μια σημαντική γεωπολιτικά συγχώνευση: Η κρατική πετρελαϊκή εταιρεία των Εμιράτων, ADNOC, είχε υποβάλλει προσφορά ύψους 2 δισ. δολ. μαζί με τη βρετανική ΒΡ για την εξαγορά του 50% της NewMedEnergy, που παράγει το υπεράκτιο φυσικό αέριο του Ισραήλ.
Η εταιρεία αυτή ελέγχει το 35% του κοιτάσματος Λεβιάθαν (το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου στην Μεσόγειο) και δεδομένου ότι έχουν μεσολαβήσει από το 2020 οι Συμφωνίες του Αβραάμ και οι σχέσεις των δύο πλευρών είχαν εξομαλυνθεί, η εν λόγω συμφωνία λάμβανε άλλες ευρύτερες διαστάσεις.
Εντούτοις, από τη στιγμή που ξεκίνησε η σύρραξη Ισραήλ – Παλαιστινίων, η συμφωνία μπήκε στον «πάγο», καθώς ο ρόλος της ADNOCκατέστη πολιτικά«επικίνδυνος».
Δεδομένου ότι η NewMed θα εξακολουθήσει να ανήκει κατά 50% στον ισραηλινό όμιλο Delek, μια συμφωνία θα σήμαινε πως χρήματα Αράβων θα κατέληγαν σε Ισραηλινούς επενδυτές ως μερίσματα.