Η τιμή ενός δέματος που αποστέλλεται από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια άλλη είναι κατά μέσο όρο πέντε φορές υψηλότερη από εκείνη που θα κατέβαλε ο πελάτης για να κάνει την ίδια αγορά σε διαδικτυακό κατάστημα στη χώρα του.
Για το γεγονός αυτό ευθύνονται οι διαφορές στο κόστος της παράδοσης και άλλα προβλήματα στις διαδικτυακές παραγγελίες, επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που βασίζεται σε μια οικονομετρική μελέτη του Πανεπιστήμιου Σεν Λουί των Βρυξελλών.
Έτσι, ενώ στο Βέλγιο και την Ολλανδία το κόστος αποστολής ενός δέματος στο εσωτερικό των χωρών αυτών είναι παραπλήσιο, ένας Βέλγος θα πληρώσει 26,1 ευρώ για να στείλει ένα δέμα βάρους 2 κιλών στην Ισπανία αλλά ένας Ολλανδός θα δώσει τα μισά χρήματα, μόλις 13 ευρώ για το ίδιο πακέτο. Αν το δέμα αυτό σταλεί από την Ισπανία στο Βέλγιο —πιο συγκεκριμένα στη Φλάνδρα— το κόστος εκτοξεύεται στα 32,74 ευρώ.
Οι σημαντικές διαφοροποιήσεις στο κόστος αποστολής αποθαρρύνουν τους Ευρωπαίους να κάνουν τις αγορές τους μέσω του διαδικτύου, σε καταστήματα άλλης χώρας: το 44% των καταναλωτών κάνει διαδικτυακές αγορές από καταστήματα της χώρας του και μόνο το 15% επιλέγει καταστήματα άλλων χωρών.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα εξοικονομούσαν συνολικά περισσότερα από 11 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο αν μπορούσαν να επιλέξουν ελεύθερα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που επιθυμούν. “Ο στόχος μας είναι να καταστήσουμε τις διασυνοριακές παραδόσεις πιο προσιτές (…) αυξάνοντας το επίπεδο της διαφάνειας και της ανταγωνιστικότητας”, σχολίασε η Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Ελζμπιέτα Μπιενκόφσκα.
Στην ΕΕ, κάθε χρόνο παραγγέλλονται διαδικτυακά κάτι λιγότερο από 4 δισεκατομμύρια δέματα. Εννέα φορές στις δέκα η παράδοση γίνεται στον πελάτη μέσω του απλού ταχυδρομείου. Οι δύο στους τρεις καταναλωτές που ψωνίζουν διαδικτυακά και αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το “καλάθι” των αγορών τους πριν οριστικοποιήσουν την παραγγελία, το κάνουν όταν αντιλαμβάνονται πόσο υψηλό είναι το κόστος παράδοσης.