«Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, πυρήνα των έμμεσων και των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα θα αποτελέσουν το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και η εκκαθάριση των κόκκινων δανείων, καθώς θα δώσουν το έναυσμα για νέες ουσιαστικές επενδύσεις στην Ελλάδα».
Αυτό υπογράμμισαν ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού επιμελητηρίου, Μιχάλης Μαΐλλης και ο γενικός διευθυντής του επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, σε σημερινή συνάντησή τους με δημοσιογράφους, ενώ ανέφεραν αρκετές φορές ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν την πρόθεση να συνεχίσουν να επενδύουν στη χώρα μας και ότι δεν έφυγαν αυτά τα χρόνια της κρίσης από τη χώρα.
Ακόμη, σημείωσαν την αισιοδοξία τους ότι με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τη ρύθμιση για ελάφρυνση του χρέους η χώρα θα μπει σε τροχιά ανάπτυξης. «Ελπίζουμε ότι θα μπούμε σε πιο ήσυχα νερά» συμπλήρωσε ο κ. Μαϊλλης. «Επενδύσεις οι οποίες ξεπερνούν σήμερα σε αξία τα 4,2 δισ. ευρώ, πραγματοποιούν γερμανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, στηρίζοντας καθ΄ όλη τη διάρκεια της κρίσης τις προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων να οδηγήσουν τη χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά» είπε ο κ. Μαϊλλης και ανέφερε ότι ο τουρισμός, οι υποδομές (μεταξύ αυτών και ο ΑΔΜΗΕ), η ενέργεια, η διαχείριση απορριμμάτων, είναι τομείς που ενδιαφέρουν τους Γερμανούς επενδυτές, για να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στη χώρα μας.
Σύμφωνα με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, στοιχεία της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ότι στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται περί τις 120 μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, που απασχολούν 39.000 εργαζόμενους, έχοντας έναν τζίρο της τάξης των 7 δισ. ευρώ.
Στους μεγαλύτερους Γερμανούς επενδυτές στη χώρα, πέραν από τη Deutsche Telekom, που είναι βασικός μέτοχος του ΟΤΕ, συγκαταλέγονται εταιρείες, όπως οι Siemens με 157 εκατ. ευρώ, Boehringer Ingelheim Ellas με 24 εκατ. ευρώ, BOSCH με 30 εκατ. ευρώ, Allianz με 134 εκατ. ευρώ και Media Markt και LIDL που επενδύουν στη διεύρυνση των δικτύων τους, ενώ τελευταία, αλλά πολύ σημαντική επένδυση, είναι η συμφωνία για την εκμετάλλευση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων από την Ελληνογερμανική Fraport-Slentel, αξίας 1,2 δισ. ευρώ.
Στο μεταξύ, όπως ανέφερε ο κ. Μαϊλλης, σημαντικές γερμανικές εταιρείες “blue chips” ενδιαφέρονται για επενδύσεις στη χώρα μας και το επιμελητήριο προετοιμάζει για τον Ιούνιο με Ιούλιο 2016 μεγάλη ελληνική επιχειρηματική αποστολή στο Βερολίνο για επαφές με στελέχη αυτών των εταιρειών. Επίσης, όπως γνωστοποίησε, υπάρχει συνεργασία με τη γενική γραμματεία Στρατηγικών Επενδύσεων του υπουργείου Οικονομίας, προκειμένου να συγκεντρώσουν οι γερμανικές εταιρείες όλα όσα πιστεύουν ότι θα βοηθούσαν, ώστε να γίνουν νέες επενδύσεις, αλλά και να συνεχίσουν να επενδύουν στη χώρα μας. «Για να γίνουν επενδύσεις, δεν είναι μόνο το εργατικό κόστος καθοριστικός παράγοντας. Είναι πολυδιάστατο το θέμα και εκτιμώ ότι με τις νέες ρυθμίσεις στα εργασιακά και στο ασφαλιστικό η κυβέρνηση θα δημιουργήσει ένα ελκυστικό ευέλικτο πλαίσιο» ανέφερε ο πρόεδρος.
Όπως τόνισε ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, η Γερμανία κατέχει κάτι λιγότερο από το 1/5 των συνολικών άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα, που φθάνουν σε αξία τα 17,9 δισ. ευρώ, συμμετέχοντας κατά 1,6% στο ΑΕΠ, ενώ ως εθνική αγορά παραμένει ένας από τους ισχυρότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας. Αρκεί να σημειωθεί ότι η συμμετοχή της Γερμανίας στο σύνολο των εμπορικών συναλλαγών της Ελλάδας είναι 11%, ενώ το 2014 καταγράφηκε αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών 3% έναντι του 2013, όπως και το α΄ εξάμηνο του 2015, με τις εξαγωγές προς τη Γερμανία να ενισχύονται κατά 2,4% και κατά 6,1% οι εισαγωγές από Γερμανία προς Ελλάδα.
Σημειώνεται, επίσης ότι το 9,6% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται στη Γερμανία, ενώ από το σύνολο των προϊόντων που εισάγει η Ελλάδα το 16,8% προέρχονται από τη Γερμανία.
Σύμφωνα με στοιχεία της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Βερολίνο, οι εξαγωγές της Γερμανίας προς την Ελλάδα επικεντρώνονται σε φαρμακευτικά προϊόντα (15%), αυτοκίνητα (11%), μηχανήματα (10%), συστήματα ήχου και εικόνας (9%), γαλακτοκομικά (6%), ενώ οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Γερμανία επικεντρώνονται σε φαρμακευτικά προϊόντα (13%), παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών (10%), γαλακτοκομικά και άλλα τρόφιμα (7%), συσκευές-μηχανές (8%), ενδύματα (8%), μεταλλεύματα (8%).
Ο κ. Μαΐλλης υποστήριξε, επίσης ότι η ελληνική κυβέρνηση καλείται να ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της έναντι των εταίρων και, παράλληλα, να επικεντρωθεί σε δράσεις τόνωσης της επιχειρηματικότητας, δράσεις οι οποίες θα βασιστούν σε μεγάλο βαθμό στην ορθολογική διάχυση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, στην αναμόρφωση του Αναπτυξιακού νόμου, στα κονδύλια από την ΕΤΕΠ, στα κεφάλαια από το πακέτο Γιούνκερ, στην ενίσχυση του τουρισμού και στην εξασφάλιση επενδυτικών κεφαλαίων, μέσω της γερμανικής τράπεζας KFW. Ιδιαίτερα, για τα κεφάλαια της KFW ανέφερε ότι ακόμη δεν έχουν αξιοποιηθεί τα κονδύλια της από τις ελληνικές εταιρείες.
Κατά τον κ. Μαΐλλη, η γερμανική αγορά προσφέρει πολλές ευκαιρίες στο ελληνικό επιχειρείν, ενώ πρόσθεσε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο: «Η χώρα μόνο να κερδίσει έχει εκμεταλλευόμενη τις πηγές χρηματοδότησης που βρίσκονται μπροστά της. Προϋπόθεση, ωστόσο, είναι να ολοκληρώσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, ώστε να καταστήσει το δημόσιο περισσότερο παραγωγικό, αλλά και φιλικότερο στο επιχειρείν», αναφερόμενος στην καθιέρωση ενός σταθερού και, κυρίως, ελκυστικού για νέες επενδύσεις φορολογικού πλαισίου, στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και του «γρηγορόσημου», στην απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων και στην επιτάχυνση των χρόνων εκδίκασης υποθέσεων στη Δικαιοσύνη.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, επεσήμανε ότι «το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψε ούτε μία στιγμή να λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας για τις ελληνικές επιχειρήσεις που ακολουθούν εξωστρεφή πολιτική ανάπτυξης, με στόχο τη γερμανική αγορά, αποτελώντας έναν από τους 139 πόλους εξωστρέφειας του δικτύου Διμερών Επιμελητηρίων της Γερμανίας σε 90 χώρες».
Όπως τόνισε, «πέραν από την υποστήριξη του ελληνικού επιχειρείν για το άνοιγμά του στη Γερμανία, προσφέραμε τη δυνατότητα σε ελληνικές επιχειρήσεις να μετέχουν στις μεγαλύτερες εκθέσεις της Γερμανίας, που αποτελούν μεγάλο διεθνές οικονομικό γεγονός. Συνολικά 2.500 ελληνικές επιχειρήσεις και 45.000 Έλληνες επισκέπτες συμμετείχαν την πενταετία 2010-2014 σε εκθέσεις που διοργανώθηκαν στη Γερμανία και υποστηρίχθηκαν από το Επιμελητήριο, ενώ στα 60 χρόνια που το Επιμελητήριο είναι επίσημος αντιπρόσωπος γερμανικών εκθέσεων, υποστηρίχθηκαν, μέχρι σήμερα, στον εξωστρεφή δρόμο των εκθέσεων 12.000 ελληνικές επιχειρήσεις-εκθέτες και 400.000 ενδιαφερόμενοι επισκέπτες».