Λιαργκόβας: Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να έχουμε ανάπτυξη διαρκείας

Η σταδιακή μείωση των φόρων σε
ένα πλαίσιο δημοσιονομικής σταθερότητας με άλλο μείγμα, η συνέχιση των
μεταρρυθμίσεων, μία γενναία ρύθμιση του χρέους με ταυτόχρονη συζήτηση για τη
μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, η χαρτογράφηση ενός εθνικού αναπτυξιακού
σχεδίου και η πολιτική συναίνεση πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της επόμενης
ημέρας για να γυρίσουμε σελίδα και να έχουμε ανάπτυξη διαρκείας, δήλωσε ο επικεφαλής
του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτης Λιαργκόβας, στην ομιλία του
στο συνέδριο της ΝΔ.





Η ομιλία του κ. Λιαργκόβα



Θέλω καταρχάς να ευχαριστήσω θερμά τον Πρόεδρο του Κόμματος και
όλα τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής, για την πρόσκληση που μου απηύθυναν.
Είναι εξαιρετική τιμή για μένα, να έρθω εδώ, σε αυτό το Συνέδριο και να
μεταφέρω κάποια από τα επιχειρήματα και τις σκέψεις, που διαμορφώσαμε εδώ και
πέντε χρόνια στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Γιατί
διαμορφώνοντας την σημερινή εισήγηση σκέφτηκα ότι αυτό που έχει σημασία είναι
να μεταφέρω αυτήν την εμπειρία, όλα αυτά τα χρόνια. Μια εμπειρία, ένα ταξίδι
πολύ χρήσιμο και εποικοδομητικό. Θα μιλήσουμε, λοιπόν, για το αύριο και
σκέφτηκα ότι πρέπει να επικεντρωθούμε σε τρία βασικά ερωτήματα.



Το πρώτο ερώτημα είναι τι έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα, σε όλα
αυτά τα μνημονιακά χρόνια, σε όλα αυτά τα πέτρινα χρόνια. Το δεύτερον, ποια
προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν, να μας βασανίζουν. Και το τρίτο, το οποίο
καταλήγω, είναι ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας
για να γυρίσουμε σελίδα και να έχουμε μία ανάπτυξη διαρκείας στη χώρας μας.



Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο ερώτημα, τι έχουμε καταφέρει μέχρι
στιγμής. Κατά την άποψή μου και μέσα από τη δουλειά που έχουμε κάνει στο
Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, διαφαίνονται δύο πολύ σημαντικά
πράγματα, μολονότι κάποιος θα μπορούσε να βάλει πολλούς αστερίσκους. Το πρώτο,
είναι ότι έχουμε καταφέρει να έχουμε μακροοικονομική και δημοσιονομική
σταθερότητα. Εννοώ ότι δεν έχουμε πλέον, δεν μας ταλαιπωρούν πλέον, τα δίδυμα
ελλείμματα που είχαμε στο παρελθόν. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών, στον εξωτερικό τομέα και το έλλειμμα στον δημοσιονομικό τομέα. Αυτά
τα ελλείμματα, με πολύ πόνο, με πολύ κόπο, με πολλές θυσίες, έχουν μετατραπεί
σε πλεονάσματα. Και βάζω πολλούς αστερίσκους, γιατί όλοι γνωρίζουμε πως έχει
γίνει αυτό.



Το δεύτερο είναι οι μεταρρυθμίσεις. Εμείς στο Γραφείο
Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ήμασταν από αυτούς που συνεχώς θεωρούσαν
ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν πάνε γρήγορα, δεν πάνε ικανοποιητικά. Παρ’ όλα αυτά,
πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις όλα αυτά τα χρόνια, από το
’12 μέχρι σήμερα, κάποιες μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών, στην αγορά
εργασίας, στον Δημόσιο Τομέα έχουν ξεκινήσει ή έχουν δρομολογηθεί. Δεν πιστεύω
αυτό που κάποτε σε μία κατάταξη ο ΟΟΣΑ μας έβγαζε από τις χώρες εκείνες που
είμαστε πρώτοι στις μεταρρυθμίσεις, στον μεταρρυθμιστικό τομέα, γιατί υπάρχουν
δυσκολίες μέτρησης. Πολλές φορές μετράμε την πρόθεση και όχι το αποτέλεσμα, όχι
την εφαρμογή. Αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι έχουν γίνει αρκετά, αλλά απομένουν
βέβαια, πάρα πολλά να γίνουν στο μέλλον.



Στη δεύτερη ενότητα, ποια προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν,
θεωρώ ότι μπορούμε να επικεντρωθούμε σε τέσσερα σημεία. Το πρώτο είναι η
υπερφορολόγηση για την οποία έχουμε πάρα πολλές φορές στο παρελθόν επιχειρηματολογήσει
με διάφορους δείκτες. Έχουμε δείξει ότι η φορολογία στη χώρα μας είναι
υπερβολική, ότι οι Έλληνες φορολογούνται πολύ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο
είτε βλέποντας την άμεση φορολογία στα φυσικά πρόσωπα, στα νομικά πρόσωπα, είτε
βλέποντας την έμμεση φορολογία. Και δεν φτάνει αυτό. Είναι και άδικη η
φορολογία. Γιατί αν δούμε τα φορολογικά μας έσοδα αυτά βασίζονται κατά το
μεγαλύτερο ποσοστό στην έμμεση φορολογία, κάτι το οποίο είναι ενάντια στην
παράδοση όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Είμαστε, για την ακρίβεια, στο 44,5% άμεσα
φορολογικά έσοδα, στο σύνολο των φορολογικών εσόδων όταν στις άλλες χώρες, στο
μέσο όρο της ευρωζώνης, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 ποσοστιαίες μονάδες
κάτω.



Αν δούμε δε και την εξέλιξη του λόγου της έμμεσης φορολογίας
προς την άμεση φορολογία αποκτούμε άλλο ένα επιχείρημα ότι η φορολογία στη χώρα
μας είναι άδικη, πλήττει τους φτωχότερους, πλήττει τους πιο αδύναμους
κοινωνικά. Αλλά και να μην αρκεστούμε σε αυτά και να κοιτάξουμε τη φοροδοτική
ικανότητα των συμπολιτών μας και να κοιτάξουμε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι
οποίες αυξάνονται με πάνω από 1 δισεκατομμύριο κάθε μήνα, τότε πραγματικά
καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι έχουμε φτάσει στα όριά μας, ότι η φορολογία
είναι υπερβολική, ότι ουσιαστικά δεν είναι μία απλή φορολογία αλλά μία αφαίμαξη
της οικονομίας, μία αφαίμαξη του πραγματικού τομέα. Το δεύτερο ζήτημα, πρόβλημα
που εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας και που οφείλεται βέβαια και στη
φορολογία, είναι η εξασθένιση της πραγματικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.
Πόσο εύκολο είναι κανείς να ανοίξει μία επιχείρηση; Υπάρχουν πάρα πολλοί
δείκτες που αποδεικνύουν ότι η επιχειρηματικότητα στη χώρα μας έχει επιδεινωθεί
τα τελευταία χρόνια είτε βλέποντας τους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, το
doing business report, είτε βλέποντας τους άλλους δείκτες, όπως τον παγκόσμιο
δείκτη διαφθοράς, και ούτω καθεξής. Αυτό το συμπέρασμα το οποίο βγαίνει και το
στοιχειοθετούμε και μπορεί κανείς να ανατρέξει και να το δει στις εκθέσεις μας
είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε μία σαφή επιδείνωση της
επιχειρηματικότητας στη χώρα μας.



Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι ακόμα δεν έχουμε μία μακροχρόνια
λύση στο χρέος. Είναι αναγκαία η λήψη σχετικών αποφάσεων; Αναμφίβολα ναι, για
δύο λόγους: Πρώτον, γιατί θα βελτιώσει την ατμόσφαιρα γύρω από τις προοπτικές
της ελληνικής οικονομίας και δεύτερον γιατί απλά το χρέος δεν είναι βιώσιμο
έτσι όπως είναι σήμερα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μάλιστα, υποστηρίζει ότι
η απουσία μεταρρυθμίσεων και εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, η επιστροφή της
οικονομίας στην ύφεση το 2015 και το 2016 και οι δυσμενέστερες προβλέψεις μετά
τους κεφαλαιακούς ελέγχους κατέστησαν το χρέος οριστικά μη βιώσιμο. Άρα, είναι
απαραίτητη η ρύθμιση του προβλήματος του χρέους έτσι ώστε να καταστεί
μακροχρόνια βιώσιμο.



Και το τέταρτο σημείο πρόβλημα το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει
στη χώρα μας είναι η πολιτική ένταση. Στην κεντρική πολιτική σκηνή αυτό που
συνήθως παρατηρούμε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική αντιπαράθεση. Μάλλον
μαίνεται ένας πόλεμος μέχρις εσχάτων, μέχρι της τελικής πολιτικής και ηθικής
εξόντωσης του αντιπάλου. Όμως όπως όλοι γνωρίζουμε στο βραχύ ορίζοντα πρόκειται
να διεξαχθούν μία σειρά από εκλογικές αναμετρήσεις: Ευρωεκλογές, Περιφερειακές,
Δημοτικές εκλογές, Εθνικές βουλευτικές εκλογές. Στη συνέχεια η Βουλή θα κληθεί
να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όλα αυτά τα στοιχεία προϋποθέτουν
πολιτική συνεννόηση και συμφωνία. Άλλωστε αυτό είδαμε και από αυτά που είπε και
ο προηγούμενος ομιλητής, ο κ. Γεωργιάδης.



Ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας για
να γυρίσουμε σελίδα και να έχουμε ανάπτυξη διαρκείας; Κατά την άποψή μου πέντε
πρέπει να είναι αυτά τα χαρακτηριστικά. Πρώτον, να συνεχιστεί η δημοσιονομική
σταθερότητα με άλλο όμως μείγμα. Και αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο έχουμε
επανειλημμένα γράψει στις εκθέσεις μας ότι το υπάρχον μείγμα, δηλαδή η
υπερβολική βαρύτητα στους φόρους δημιουργεί συνθήκες ύφεσης στην οικονομία,
δημιουργεί μια παγίδα λιτότητας όπου τελικά είναι σαν να τρέχουμε να φτάσουμε
την ουρά μας και δεν μπορούμε τελικά να κάνουμε κάτι. Το κέντρο βάρους της
δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμα περισσότερο
στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο Δημόσιο, όπου υπάρχον ακόμα περιθώρια,
στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων.



Το δεύτερο στοιχείο είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Θα σας
διαβάσω μια πρόταση που είναι ακριβώς από μια έκθεση την οποία είχαμε
δημοσιεύσει στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Λέγαμε, αυτό που
εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια μεταρρυθμιστική επανάσταση, μια
ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του
παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η
υπέρβαση πρακτικών που λειτουργούν ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, ευνοούν
διαπλοκές και κάνουν δυνατή μεγάλης έκτασης προσοδοθηρική συμπεριφορά. Υπάρχει
λοιπόν μια μεταρρυθμιστική υστέρηση στη χώρα μας και αν δεν διορθωθεί αυτή η
υστέρηση δεν μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία.



Το τρίτο σημείο είναι η γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα
όπως είπαμε, αλλά με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών
πλεονασμάτων. Για αυτό υπάρχει δέσμευση, αλλά πρέπει να επιμείνουμε και εμείς
για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5%. Εμείς όσο ψάξαμε να
βρούμε χώρες που έχουν πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα τόσο υψηλά αποτύχαμε, δεν
μπορούσαμε να βρούμε. Ήταν ελάχιστες οι χώρες και αν βρήκαμε κάποιες χώρες
αυτές ήταν η Νορβηγία που ήταν πλουτοπαραγωγικές χώρες, ήταν άλλου τύπου
οικονομίες οι οποίες οικονομίες δεν μοιάζουν καθόλου με τη δική μας οικονομία.
Άρα, το να θέτουμε τόσο υψηλούς στόχους είναι σαν να καταδικάζουμε την
οικονομία μας σε μια συνεχή λιτότητα, σε μια αφαίμαξη και σε χαμηλούς ρυθμούς
ανάπτυξης.



Το τέταρτο είναι η χαρτογράφηση ενός εθνικού αναπτυξιακού
σχεδίου. Τα Μνημόνια εκ των πραγμάτων δεν περιείχαν στοιχεία μιας εθνικής
αναπτυξιακής πολιτικής. Δημιουργούσαν το πλαίσιο, αλλά από εκεί και πέρα άφηναν
το χώρο ελεύθερο στην αγορά προκειμένου να προσδιορίζει τα συγκριτικά
πλεονεκτήματα. Γενικά, όμως, η σχετική πολιτική θα πρέπει να είναι εξωστρεφής,
να στηρίζεται δηλαδή στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας πραγματικά και
δυνητικά και στην καινοτομία ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την
εσωτερική ζήτηση.



Και κλείνοντας το πέμπτο και τελευταίο σημείο είναι η πολιτική
συναίνεση, το βασικότερο όπως προηγουμένως τόνισε και ο προηγούμενος ομιλητής.
Η πολιτική συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξουν οργανωμένες και
πανεθνικές προσπάθειες για να μας κρατήσουν μακριά από την κρίση. Καμιά χώρα
που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από αυτό και να σταθεί στα πόδια της
χωρίς να διαθέτει ένα ελάχιστο συναίνεσης. Χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει
ένα πνεύμα εθνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της. Η Ελλάδα
χρειάζεται άλματα προόδου. Και δεν είναι δυνατόν να γίνουν αυτά μέσα σε ένα
περιβάλλον έντασης, ενοχοποίησης, σκανδαλολογίας και πολιτικών διώξεων. Όσο
διατηρούνται όλα αυτά τόσο ορατός είναι ο κίνδυνος εκτροχιασμού της χώρας.








Exit mobile version