Σταθερά αυξητική πορεία, παρουσιάζει η κατανάλωση παράνομων τσιγάρων στην Ελλάδα και από το 12,6% το 2010, άγγιξε το 2013 το 23%, ανέφερε στην ομιλία του, στο 6ο πανελλήνιο συνέδριο για τον έλεγχο του καπνίσματος, ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και τακτικός καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Σχολής Αστυνομίας, Αντώνης Αλάπαντας.
Οι απώλειες του προϋπολογισμού από το λαθρεμπόριο καπνού σταδιακά αυξάνονται και αυτές, και σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζονται φέτος περίπου σε 650 εκατ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ελληνικό δημόσιο εισέπραξε 4 δισ. ευρώ περίπου από τη φορολογία καπνού το 2009 και κάτω από 2,5 δισ. ευρώ το 2014.
Έτσι εξηγείται και το «φαινομενικά παράλογο» της τελευταίας πενταετίας, η επίσημη αγορά τσιγάρων και καπνού να καταγράφει μείωση σε ποσοστό 45% περίπου, αλλά συνολικά η κατανάλωση να παραμείνει σταθερή.
Το τσιγάρο επιβαρύνεται με περίπου 85% της τιμής του σε φόρους στην Ελλάδα, περίπου 20 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τα καύσιμα, γεγονός που συμβάλλει στην αύξηση του παραεμπορίου καπνού, και κατά συνέπεια και στη ραγδαία αύξηση των υποθέσεων που φτάνουν στα δικαστήρια, δήλωσε ο κ. Αλαπάντας.
Παγκοσμίως το 11,6% όλων των τσιγάρων του εμπορίου είναι προϊόντα λαθρεμπορίου και κάθε χρόνο οι κυβερνήσεις έχουν απώλειες εσόδων ύψους 41 δισεκατομμυρίων δολαρίων από αυτό.
«Ο καπνός είναι η περισσότερο λαθραία διακινούμενη νόμιμη ουσία στον κόσμο και το λαθρεμπόριο προϊόντων καπνού, αποτελεί παγκοσμίως ένα από τα πολλά πλοκάμια της “Λερναίας ‘Υδρας” του οργανωμένου εγκλήματος και της παραοικονομίας, που αποφέρει κέρδη εκατομμυρίων ευρώ στα οργανωμένα κυκλώματα, ενώ ιλιγγιώδη είναι και τα ποσά από τους διαφυγόντες φόρους και δασμούς», σημείωσε ο καθηγητής.
Χώρες προέλευσης των λαθραίων τσιγάρων, όπως αναφέρθηκε, είναι κυρίως η Ρωσία, τα κράτη της Βαλτικής και η Κίνα, με τράνζιτ χώρες τα Δυτικά Βαλκάνια και κυρίως την Αλβανία, αλλά και την Κύπρο, τη Μάλτα και τη Ρουμανία.
Το λαθρεμπόριο τσιγάρων, συνέχισε ο κ. Αλαπάντας, αντιμετωπίζεται από τα ελληνικά δικαστήρια με βάση τη νομοθεσία καταπολέμησης της λαθρεμπορίας και ιδίως με το νόμο 2960/2001, όπως ισχύει (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) που προβλέπει ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.
Αυτές, σύμφωνα με τον ίδιο, «εκ πρώτης όψεως, είναι ανάλογες με τη βαρύτητα της πράξης διάθεσης παράνομων καπνικών προϊόντων και ικανές να περιορίσουν δραστικά το φαινόμενο αυτό, υπό την έννοια της ειδικής και γενικής πρόληψης. Στην πράξη όμως είναι αναποτελεσματικές, όπως προκύπτει από τη ραγδαία εξάπλωση του φαινομένου αυτού και την αύξηση των σχετικών ποινικών δικογραφιών και μάλιστα με υπότροπους δράστες (και συχνά πολλαπλώς υπότροπους)».
Καταθέτοντας την προσωπική του άποψη ο κ. Αλαπάντας επισήμανε ότι λόγω του ότι το παραεμπόριο καπνού δεν συνιστά μόνο παράβαση οικονομικού χαρακτήρα που στερεί σημαντικά έσοδα από το κράτος και πλήττει τους νόμιμους καπνοπώλες, αλλά και φαινόμενο που πλήττει την υγεία των πολιτών, αφού τα παράνομα αυτά καπνικά προϊόντα είναι αμφίβολης προέλευσης και ποιότητας και παράγονται χωρίς τις νόμιμες προδιαγραφές και ελέγχους, θα ήταν ενδεδειγμένη η εισαγωγή ειδικής ποινικής διάταξης σε ειδικό νόμο (εκτός του εθνικού τελωνειακού κώδικα) με αυστηρές κυρώσεις που θα εκτίονται πραγματικά.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ