Κορονοϊός: Τι ισχύει εάν οι εργαζόμενοι αρνηθούν να εμβολιασθούν – Γράφει ο Γ. Βλασσόπουλος

Η αντιμετώπιση της πανδημίας
αναδεικνύει διάφορα νέα ζητήματα. Ένα από αυτά συνδέεται με τον εμβολιασμό των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα τίθεται το ερώτημα αν η άρνηση του εργαζόμενου να εμβολιαστεί
συνιστά νόμιμο λόγο απόλυσής του.

Γράφει ο δικηγόρος – Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου, Γιώργος Βλασσόπουλος

Εν προκειμένω συγκρούονται διαφορετικά αγαθά .Από
τη μια πλευρά ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα αυτοδιάθεσης ως απόρροια του σεβασμού
της προσωπικότητάς του, της αξιοπρέπειάς του και της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελεύθερης ανάπτυξής της (αρθρ. 2, 5 Συντάγματος).
Στο σημείο αυτό σημειώνουμε
την διεθνή σύμβαση για τα ανθρώπινα
δικαιώματα και την ιατρική, γνωστή ως Σύμβαση του Οβιέδο, που κυρώθηκε με ν. 2619/1998 και ισχύει στη χώρα
μας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτής, επέμβαση σε θέματα υγείας προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ενδιαφερόμενου
προσώπου, κατόπιν προηγούμενης σχετικής
ενημέρωσής του ως προς τον σκοπό και τη φύση της επέμβασης καθώς και ως προς τα
επακόλουθα και τυχόν κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η διάταξη αρθρ. 12 παρ.1 Κώδικα Ιατρικής
Δεοντολογίας ( ν. 3418/2005).
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η σχετική από 18-3-2011 Γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής ως προς
το ζήτημα της αντιπαράθεσης μεταξύ δημόσιου συμφέροντος και προσωπικής
αυτονομίας επί λοιμωδών μεταδοτικών νόσων . Στην έκθεση γίνεται μνεία άρθρων 21 παρ.3 και 5 παρ.4 Συντάγματος αλλά και αρθρ. 5 παρ.
1ε της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( ΕΣΔΑ) προς τεκμηρίωση της ανάγκης προστασίας του κοινωνικού συνόλου από
την εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών. Ειδικά για τον εμβολιασμό αναφέρεται ότι δεν
θα μπορούσε να αποκλειστεί ως υποχρεωτικός,
ιδιαιτέρως για πρόσωπα που λόγω επαγγέλματος αποτελούν σε υψηλό ποσοστό φορείς μόλυνσης
και μετάδοσης ασθενειών (σύμφωνα και με σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Μάλιστα στην από 17-3-2020 Σύστασή της ( « Η βιοηθική διάσταση
της ατομικής ευθύνης στην αντιμετώπιση του covid 19» ) η Επιτροπή Βιοηθικής τονίζει ότι ο αυτοπεριορισμός
μας για χάρη των άλλων είναι κυρίως ζήτημα
ατομικής συνείδησης και όχι φόβου για τον κίνδυνο κυρώσεων.
Εξάλλου με τη διάταξη αρθρ. 4παρ.3 ιιιβ ν. 4675/2020 προβλέπεται
κατ’ εξαίρεση δυνατότητα υποχρεωτικού εμβολιασμού
ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο που αφορά σε συγκεκριμένη
ομάδα πληθυσμού ,σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο και υπό αυστηρές προϋποθέσεις .
Άρα έως σήμερα δεν ισχύει
νομοθετικά υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού ως γενικό
μέτρο. Βεβαίως αναπτύσσονται σχετικοί προβληματισμοί και σε άλλες χώρες , όπως στη
Γερμανία (κρατίδιο Βαυαρίας), ή τη Γαλλία , αλλά η κρατούσα άποψη όχι μόνο σε επίπεδο
ΕΕ αλλά και ευρύτερα παραμένει -στη παρούσα συγκυρία- ότι δεν είναι σκόπιμη η πρόβλεψη υποχρεωτικότητας
γενικού εμβολιασμού.
Από την άλλη πλευρά, συντρέχει
το θεμελιώδες δικαίωμα στην υγεία όχι μόνο
ως ατομικό, αλλά και ως κοινωνικό δικαίωμα με την ιδιαίτερη επισήμανση της αναμφισβήτητης
ανάγκης προστασίας ,κατά σαφή προτεραιότητα,
της δημόσιας υγείας εν μέσω διεθνούς
υγειονομικής κρίσης (αρθρ. 21 Συντάγματος). Όταν συγκρούονται διαφορετικά
έννομα αγαθά ανακύπτει λοιπόν η ανάγκη ορθής στάθμισης συμφερόντων προς επίτευξη μιας συνθετικής κοινωνικά δίκαιης,
αλλά και αποτελεσματικής λύσης.


Επί του προκειμένου:
Ο εργοδότης υποχρεούται, πέραν της καταβολής μισθού, να τηρεί την υποχρέωση πρόνοιας. Βασική
εκδήλωση της υποχρέωσης πρόνοιας είναι η προστασία της υγείας και ασφάλειας στην
εργασία (βλ. Ενδεικτικά ν. 1568/1985 όπως ισχύει σήμερα, ν. 3850/2010).Στο πλαίσιο
αυτής της υποχρέωσης ο εργοδότης υποχρεούται
να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα
προφύλαξης της υγείας των εργαζομένων με
έμφαση στη πρόληψη. Η υποχρέωση αυτή εντείνεται,
εφόσον η επιχείρηση ή ο φορέας παρέχει
υπηρεσίες προς το κοινό η προς ευπαθείς
ομάδες πληθυσμού (π.χ. οίκοι ευγηρίας, νοσηλευτικά ιδρύματα).
Βεβαίως , όπως προαναφέρθηκε, ο εμβολιασμός στη χώρα μας ,όπως
κατά κανόνα και διεθνώς , δεν είναι έως σήμερα γενικά υποχρεωτικός, πέραν ειδικών εξαιρέσεων, αν και υπάρχει ισχυρή σύσταση των αρμόδιων αρχών σε παγκόσμια
κλίμακα για εμβολιασμό του γενικού πληθυσμού
με έμφαση ιδίως στους ηλικιωμένους και στις ευπαθείς ομάδες. Ως εκ τούτου ο εργοδότης
μπορεί να ζητήσει τον εμβολιασμό του προσωπικού ως ενδεικνυόμενο προληπτικό μέτρο,
εν προκειμένω κατά του covid 19, αλλά δεν συνιστάται να επιβάλει απευθείας
απόλυση ως κύρωση σε περίπτωση τυχόν άρνησης
του εργαζόμενου να εμβολιαστεί. Ειδικότερα
και σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας
υπό την ειδικότερη έννοια του ηπιότερου μέτρου, ο εργοδότης οφείλει να αναζητήσει
άλλα ηπιότερα μέτρα, όπως η ανάθεση διαφορετικών καθηκόντων που δεν
συνδέονται με επαφή με το κοινό η με ευπαθή ομάδα, τηλεργασία κλπ. Η συμπεριφορά
αυτή είναι αναγκαία, ώστε να μην κριθεί η απόλυση δικαστικά ως παράνομη και καταχρηστική ( αρθρ. 281 Αστικού
Κώδικα, αρθρ. 25 Συντάγματος).
Πάντως η πρόσφατη περίπτωση απολύσεων λόγω άρνησης εμβολιασμού, αλλά
και η πιθανή ανάδειξη του εμβολιασμού ως όρου πρόσληψης ιδίως σε ορισμένους
τομείς εργασίας (π.χ. στον τουριστικό κλάδο) μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν αφετηρία ενός γόνιμου προβληματισμού με σημείο αναφοράς την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συναινετικής επίλυσης ανάλογων διαφορών με πειθώ
και τεκμηριωμένη ανάλυση- παρακολούθηση όλων των σχετικών επιστημονικών δεδομένων.
Ο προβληματισμός αυτός μπορεί επίσης να αποτελέσει
το έναυσμα για μια σύγχρονη ολιστική στρατηγική υγιεινής και ασφάλειας στην
εργασία ως αποτέλεσμα ενός τεκμηριωμένου και συστηματικού κοινωνικού διαλόγου με ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων
(εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων ).Η αξιοποίηση καλών πρακτικών άλλων χωρών
, αλλά και της τεχνογνωσίας διεθνών οργανισμών (όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια
και Υγεία στην εργασία, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, η Παγκόσμια Τράπεζα,
το Eurofound) θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμες ,ώστε να διασφαλιστεί και εν μέσω πανδημίας, αλλά
και μετά από αυτήν , ένα υγιές εργασιακό περιβάλλον για μια βιώσιμη ανάπτυξη με σεβασμό
των εργασιακών δικαιωμάτων , αλλά και με
διασφάλιση της δημόσιας υγείας και εν συνεχεία της βιώσιμης-δίκαιης ανάπτυξης, που είναι προς όφελος όλων: εργοδοτών, εργαζομένων, αλλά και ευρύτερα
της κοινωνίας.






Exit mobile version