Η μεταμνημονιακή εποπτεία των Ευρωπαίων είναι ίσως το τελευταίο προαπαιτούμενο για μία βιώσιμη έξοδο της Ελλάδας από το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επεσήμανε Πρόεδρος της ΕΣΕΕ & ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης της ΚΕΕΕ.
Yπόμνημα του κ. Κορκίδη
«Η μεταμνημονιακή εποπτεία των Ευρωπαίων είναι ίσως το τελευταίο προαπαιτούμενο για μία βιώσιμη έξοδο της Ελλάδας από το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι Ευρωπαίοι στο Eurogroup της 27ης Απριλίου «αμφισβήτησαν» το αφήγημα της «καθαρής εξόδου», χωρίς όμως να αποσταθεροποιούν την Ελλάδα για γεωστρατηγικούς και οικονομικούς λόγους.
Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κινούνται σε μία λεπτή γραμμή καθώς βαδίζουμε προς το τέλος του τρίτου Μνημονίου και η επόμενη ημέρα παραμένει ακόμη άγνωστο πως θα εξελιχθεί. Αυτό που δεν έχει γεφυρωθεί είναι το «έλλειμμα εμπιστοσύνης» ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τους δανειστές είναι τι θα κάνει η κυβέρνηση και πως θα διαχειριστεί τη λήξη του προγράμματος.
Οι Ευρωπαίοι σε αντικατάσταση του όρου της «καθαρής έξοδου», έχουν υιοθετήσει τον όρο της «βιώσιμης εξόδου» και καθημερινά χτίζουν το πλαίσιο όπου θα κινείται η Ελλάδα τη μεταμνημονιακή εποχή. Όλα είναι ακόμη ανοιχτά για τις υποχρεώσεις που θα αναλάβει η Ελλάδα, το πλαίσιο εποπτείας, τα μέτρα και τους όρους της ελάφρυνσης του χρέους, καθώς οι Γερμανοί θέλουν να υπάρχει μια συνέχεια στο καθεστώς επιτήρησης και σιγουριά ότι η Ελλάδα δεν θα αποκλίνει από τις δεσμεύσεις της.
Στις συζητήσεις που ξεκίνησαν στην Ουάσιγκτον και συνεχίστηκαν στην Αθήνα με την επίσκεψη του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ η φράση-κλειδί ήταν ότι αναζητούμε μια «βιώσιμη έξοδο» ώστε να μη βρεθούμε έπειτα από δύο χρόνια ξανά σε κρίση. Αυτό που απασχολεί όλες τις πλευρές είναι ο πολιτικός κίνδυνος και το ενδεχόμενο «παροχών» από τη Κυβέρνηση.
Μάλιστα τόνισαν ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει σε σταθερή πορεία για γεωστρατηγικούς λόγους, και σε αυτή την πορεία θα τη βοηθήσουν. Προβληματισμός επίσης υπάρχει στο ότι το υπερπλεόνασμα 4% οφείλεται στην υπερφορολόγηση και τις κατασχέσεις και ότι το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί δημοσιονομικά οι στόχοι να υπερκαλύπτονται, αλλά η ανάπτυξη υπονομεύεται.
Πάνω σε αυτή τη γραμμή της «βιώσιμης εξόδου» οι Ευρωπαίοι την εβδομάδα που πέρασε άνοιξαν τα χαρτιά τους, αφού μιλούν για ενισχυμένη εποπτεία και ημι-αυτόματο μηχανισμό εφαρμογής των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που σημαίνει ότι το ESM θα παίρνει πολιτική έγκριση προτού επιστρέψει στην Ελλάδα τις δόσεις από τα κέρδη στα ομόλογα (προγράμματα SMP και ANFAs) υπό τον όρο υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούν.
Η μεταμνημονιακή εποπτεία θα στηρίζεται στα ευρωπαϊκά εξάμηνα και θα υπάρχει παρακολούθηση, όπως εκείνη που είχαν και εξακολουθούν να έχουν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος «συν κάτι ακόμη», που σημαίνει ότι ο έλεγχος θα γίνεται ανά τρίμηνο αντί για εξάμηνο. Για να φτάσουμε όμως εκεί, η κυβέρνηση κλήθηκε στο Eurogroup της Σόφιας να υλοποιήσει πρώτα τα μέτρα, τα 88 προαπαιτούμενα, για να κλείσει έγκαιρα η τέταρτη αξιολόγηση.
Η μεγάλη αβεβαιότητα είναι η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με το Κτηματολόγιο, την απελευθέρωση της Ενέργειας, τη φορολογική διοίκηση και τη δημόσια διοίκηση και οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της χώρας.
Oι υπουργοί Οικονομικών συζήτησαν στη Σόφια το νέο πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας και στοιχήθηκαν στη γερμανική γραμμή, ζητώντας να ολοκληρωθούν πρώτα οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου και μετά να ληφθούν αποφάσεις για το χρέος.
To Eurogroup μετά τη συνεδρίαση στη Σόφια έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση, ότι μέσα σε επτά ημέρες από την άφιξη του κουαρτέτου στην Αθήνα στις 14 Μαΐου θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία για την αξιολόγηση μέχρι τις 21 Μαίου με τους δανειστές σε τεχνικό επίπεδο, ενώ για τη λήψη απόφασης πιθανών μέτρων για το χρέος «εάν χρειαστεί» μετά το τέλος του προγράμματος απαραίτητη προϋπόθεση είναι η πλήρης υλοποίηση του Μνημονίου και η έγκριση ενός αξιόπιστου μεταμνημονιακού πλαισίου ελληνικής ιδιοκτησίας.
Η φράση «εάν χρειαστεί» όσον αφορά τα μέτρα για το χρέος επανήλθε δυναμικά μετά την πρώτη συμμετοχή του νέου υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Ολαφ Σολτς στο συμβούλιο, ενώ οι μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στην ευρωζώνη και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραμένουν. Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ έστειλε τρία μηνύματα χτυπώντας εμμέσως ισάριθμα καμπανάκια.
Η πρώτη παρατήρηση της ΕΚΤ είναι πως χρειάζεται ταχύτατη ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης. Υπάρχει όμως ακόμα δρόμος, ιδιαιτέρως τις παραμέτρους διευθέτησης των κόκκινων δανείων και επιτάχυνσης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Το δεύτερο μήνυμα αφορά τη μεταμνημονιακή περίοδο. Επί της ουσίας, εάν η ελληνική κυβέρνηση επιμείνει στην «καθαρή έξοδο», υπό την έννοια ότι δεν θα υπάρχει στη συνέχεια κάποιας μορφής επίσημο πρόγραμμα, από τις 21 Αυγούστου, την επομένη της λήξης του προγράμματος, η Ελλάδα θα είναι «μόνη» έναντι των αγορών, αφού η συζήτηση η οποία γίνεται σήμερα ανάμεσα στην Ελλάδα και στους δανειστές από τις 21 Αυγούστου θα γίνεται ανάμεσα στην Ελλάδα και τις αγορές.
Οι προτεραιότητες σε 8 βασικά σημεία του μεταμνημονικού Αναπτυξιακού σχεδίου που έχει δεσμευτεί να παρουσιάσει η ελληνική Κυβέρνηση ώστε να εγκριθεί στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης από τους δανειστές, είναι τα εξής:
1. Αποκρατικοποιήσεις
2. Μεταρρυθμίσεις
3. Επενδύσεις
4. Χρηματοδότηση
5. Ενίσχυση της μεσαίας τάξης
6. Κατώτατος μισθός
7. Δράσεις για τις ΜμΕ
8. Φορολογία
Το μεταμνημονιακό αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο φέρει προς το παρόν την ονομασία «ολιστικό αναπτυξιακό μοντέλο» θα στηρίζεται στις μακροοικονομικές προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου σχεδίου που έχει ήδη ψηφίσει η Βουλή από τον Μάιο του 2017.
Το νέο σχέδιο θα πρέπει να παρουσιαστεί στους εταίρους πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση με τους δανειστές για το νέο μεσοπρόθεσμο, το οποίο θα καλύπτει την περίοδο 2019 – 2022. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι προβλέψεις θα στηριχτούν στο ότι η Ελλάδα θα σεβαστεί απολύτως τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, δηλαδή στο ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διατηρηθεί στο επίπεδο του 3,5% τουλάχιστον μέχρι και το 2022.
Το περιεχόμενό του δεν θα είναι δεσμευτικό ούτε θα ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή, η οποία όμως θα κληθεί να εγκρίνει, μετά την ολοκλήρωση των σχετικών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο μέχρι το 2022, με ότι αυτό συνεπάγεται στο άμεσο μέλλον».