Για περιορισμένα θετικά αποτελέσματα από τη συμφωνία της 24ης Μαΐου στο Eurogroup κάνει λόγο ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ και της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα έδωσε «γη και ύδωρ» στους δανειστές για να λάβει υπό όρους μια ενισχυμένη δόση και έναν μελλοντικό οδικό χάρτη για το χρέος.
Όπως εξηγεί, το τίμημα της συμφωνίας είναι βαρύ για τη χώρα, τις επιχειρήσεις και τους Έλληνες, καθώς στην πραγματικότητα έγιναν πλήρως δεκτές και οι τρεις βασικές απαιτήσεις των δανειστών για Μνημόνιο διαρκείας, ένα υπερταμείο που θέτει σε αιώνια ομηρία τον εθνικό πλούτο αλλά και μετάθεση της ελάφρυνσης του χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές, την ώρα που επιχειρήσεις και πολίτες βρίσκονται στο επίκεντρο μια νέας νέαςεούς φοροεπίθεσης.
Η τοποθέτηση του κ. Κορκίδη:
“Το κλείσιμο της συμφωνίας στο Eurogroup της 24ης Μαΐου αποτέλεσε μια βαθιά ανάσα για την ασθμαίνουσα ελληνική αγορά. Η Ελλάδα έδωσε «γη και ύδωρ» στους δανειστές για να λάβει τελικά υπό όρους μια ενισχυμένη δόση 10,3 δισ. ευρώ σε 2 υποδόσεις και μελλοντικά ένα οδικό χάρτη για το χρέος της που θα σχεδιάζεται για τα επόμενα τρία χρόνια.
Στην πραγματικότητα έγιναν πλήρως δεκτές οι τρεις βασικές απαιτήσεις των δανειστών με ένα Μνημόνιο διαρκείας, ένα Υπερταμείο ομηρίας και μετάθεση της ρύθμισης του χρέους. Με το πρώτο, η ελληνική αγορά βρίσκεται σε μία μόνιμη κατάσταση επιβολής μέτρων και υφεσιακής εκκρεμότητας. Με το δεύτερο, τίθεται σε αιώνια ομηρεία ο εθνικός πλούτος, αφού έως και το 2115 δεσμεύεται η ελληνική δημόσια περιουσία από το Υπερταμείο, που ουσιαστικά ελέγχεται από τους δανειστές. Με το τρίτο, ικανοποιείται η απαίτηση της Καγκελαρίας να διευθετηθεί η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές.
Στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας επικρατεί δυσφορία για το γεγονός, ότι η μεσαία τάξη και οι μικρομεσαίοι της αγοράς ρίχτηκαν για μία ακόμα φορά στο «λάκκο των μέτρων» για να περάσει η Χώρα την αξιολόγηση και να επέλθει η απαραίτητη συμφωνία. Οι άνθρωποι του επιχειρείν είμαστε καταδικασμένοι να προσπαθούμε συνεχώς και να πιστεύουμε ότι η μοίρα μας θα αλλάξει προς το καλύτερο, χωρίς ωστόσο να παραβλέπουμε τα εμπόδια.
Μπορεί όμως η βελτίωση του κλίματος από μόνη της να φέρει ανάκαμψη; Μπορεί να γίνει αυτό με υφεσιακά μέτρα; Μπορεί κανείς να ανταποκριθεί στη νέα υπερφορολόγηση; Αναμφισβήτητα, τα ερωτήματα αυτά μένουν αναπάντητα, ενώ με τους νέους φόρους τιμωρείται η επιχειρηματικότητα και η ιδιοκτησία, τιμωρείται η κερδοφορία και φυσικά τιμωρούνται οι συνεπείς φορολογούμενοι.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, η παραοικονομία ξεπερνά τα 55 δισ., δηλαδή πάνω από μισό Μνημόνιο, εκ των οποίων τα 20 δισ. αντιστοιχούν σε απώλειες από το λαθρεμπόριο, το παρεμπόριο και το διασυνοριακό εμπόριο, 8 δισ. από εισφοροδιαφυγή, 7 δισ. από Φ.Π.Α., και 21 δισ. από απώλειες του Α.Ε.Π.
Είναι σαφές ότι ο επιπλέον «λογαριασμός» είναι βαρύς για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ υποθηκεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό το μέλλον των επόμενων γενεών, αφού δύσκολα θα μειωθούν οι φόροι που πρόσφατα ψηφίστηκαν.
Δυστυχώς, η ελληνική αγορά βρίσκεται για ακόμα μία φορά στο επίκεντρο μιας ανηλεούς φορο-επίθεσης. Η έξοδος από το «τούνελ» περνά μέσα από την μονιμοποίηση υφεσιακών μέτρων και την παγίωση μιας κατάστασης εποπτείας. Για τους μικρομεσαίους της αγοράς κάθε νόμος με νέα φορολογικά βάρη, είναι ένα ακόμα «οικονομικό λάθος».
Καλοπροαίρετα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί, ότι με τις αποφάσεις του Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016, τουλάχιστον έκλεισε η παρένθεση της προ διετίας ολοκλήρωσης της πέμπτης αξιολόγησης του 2014. Μετά τη συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές στις Βρυξέλλες, είναι γεγονός ότι οι προσδοκίες αυξάνονται.
Τι περιμένουν όμως οι μικρομεσαίοι την επόμενη ημέρα; Ποια είναι τα οφέλη για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες; Οι μετοχές στο Χ.Α.Α. αναμένεται να κερδίσουν σε αξία και τα ομόλογα να αποκλιμακώθουν ακόμα περισσότερο από το πρώτο τετράμηνο του έτους. Η επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στο Ευρωσύστημα θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών με όφελος που υπολογίζεται στα 5 δισ. ευρώ. Ορισμένα βραχυπρόθεσμα μέτρα, είναι θετικά για την ελληνική οικονομία, όπως η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που βρίσκονται στην κατοχή της Ε.Κ.Τ. και συνολικά του Ευρωσυστήματος.
Ποιες όμως είναι οι δεσμεύσεις μετά την 24η Μαΐου 2016; Πρώτον το υπερμνημόνιο διαρκείας προσφέρθηκε στους δανειστές με δέλεαρ το χρέος και τον «κόφτη» με μέτρα σε αναμονή. Δεύτερον, η συμφωνία στο Eurogroup ξεκινά την αντίστροφη μέτρηση για τον οδικό χάρτη της ρύθμισης του χρέους, αλλά με επώδυνη επιτήρηση για δεκαετίες. Τρίτον, η δόση είναι 10,3 δισ. ευρώ, που θα δοθεί υπό όρους και σε 2 υποδόσεις, 7,5 δισ. τον Ιούνιο και 2,8 δισ. ευρώ το Σεπτέμβριο. Τέταρτον, για το χρέος υπήρξαν μόνο δηλώσεις για ένα οδικό χάρτη. Πέμπτον, υπάρχει η εκκρεμότητα για το εάν το Δ.Ν.Τ. θα συμμετάσχει στο Πρόγραμμα λίγο μετά το Eurogroup ή αν θα δώσει ραντεβού το Σεπτέμβριο.
Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση του Δ.Ν.Τ. για το ελληνικό χρέος είναι για περίοδο χάριτος 40 ετών ως το 2060, με αναστολή αποπληρωμής τόκων και κεφαλαίου ευρωπαϊκών δανείων ως το 2040, διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου στο 1,5% και επιμήκυνση της ωρίμανσης των ελληνικών ομολόγων ως το 2080. Με το υφιστάμενο καθεστώς και μετά τη δεκαετή περίοδο χάριτος 2011-2020, οι δανειστές για τα 322 δισ. ευρώ χρέους, απαιτούν τόκους 158 δισ. ευρώ έως το 2030. Τα ετήσια ποσά και οι δόσεις που οφείλει να καταβάλλει το ελληνικό κράτος από το 2021 και μετά την περίοδο χάριτος, χωρίς ρύθμιση της αποπληρωμής και με το Α.Ε.Π. σε επίπεδα κρίσης, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο.
Αυτό λοιπόν που δεν αποφασίστηκε από τους Ευρωπαίους Υπουργούς Οικονομικών και δύσκολα διαφαίνεται να συμφωνήσουν τα κράτη μέλη της Ε.Ε. με το Δ.Ν.Τ. είναι ένα ουσιαστικό πακέτο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Ενδεχομένως, η αντικατάσταση κάποιων δανείων του Δ.Ν.Τ. με φθηνότερη χρηματοδότηση από τον ESM και η έναρξη της συζήτησης για την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους, ίσως αποτελέσει μια παραχώρηση, ώστε το Δ.Ν.Τ. να συμμετάσχει οικονομικά στο πρόγραμμα, νωρίτερα από τον Σεπτέμβριο. Το Δ.Ν.Τ. θεωρεί την ελάφρυνση χρέους, ως βασικό σημείο για τη μείωση των στόχων επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος. Άλλωστε, και οι περισσότεροι οικονομολόγοι συντείνουν στην άποψη, ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% είναι ανέφικτος και ότι πιο εφικτός εμφανίζεται ο στόχος μέχρι 2%.
Επιπλέον, το Δ.Ν.Τ. προτείνει την αναβολή της πληρωμής του κεφαλαίου και των τόκων σε όλα τα ευρωπαϊκά δάνεια της Ελλάδας, ενώ δεν αποκλείει μεσοπρόθεσμα πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες 20 δισ. ευρώ για το Τραπεζικό σύστημα, κάτι που οι 4 Ελληνικές συστημικές Τράπεζες αποκλείουν.
Ποιες είναι τέλος οι προσδοκίες της ελληνικής επιχειρηματικότητας από την επόμενη ημέρα της συμφωνίας; Η εκταμίευση της πρώτης υποδόσης των 10,3 δισ. ευρώ, να εξυπηρετήσει την αποπληρωμή μέρους των ληξιπρόθεσμων οφειλών της γενικής κυβέρνησης στον ιδιωτικό τομέα ύψους 5,7 δισ. ευρώ, βελτιώνοντας τις συνθήκες ρευστότητας.
Η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωτράπεζας μπορεί να δώσει αέρα 3,5-4 δισ. ευρώ και να περιστείλει το κόστος δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο και τις επιχειρήσεις, ενώ σταδιακά θα μπορούσαν να περιοριστούν και τα capital controls.
Η ελληνική επιχειρηματικότητα συνεχίζει να παρακολουθεί με ανησυχία την επίτευξη των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων, ενώ αναμένει εναγωνίως μία βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Είναι βέβαιο ότι, οι Έλληνες επιχειρηματίες, παρά τις αντίξοες συνθήκες, θα επιδιώξουν το μέγιστο δυνατό όφελος από τα περιορισμένα θετικά αποτελέσματα της συμφωνίας”.