Ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) και Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής (ΠΕΣΑ) Βασίλης Κορκίδης, σχολιάζοντας την ανακοίνωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη αναφορικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού επισημαίνει ότι «ο κατώτατος μισθός, όπως διαμορφώνεται στα 830 ευρώ, από την 1η Απριλίου 2024, είναι αποτέλεσμα τήρησης ισορροπίας στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος ενάντια στην ακρίβεια και στη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλαισίου της οικονομίας».
Ο Β. Κορκίδης προσθέτει ότι «η κυβέρνηση, συνεπής προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και αξιοποιώντας τη δυναμική της κυκλικότητας στην οικονομία, επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα. Κατά συνέπεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την κατανάλωση στην αγορά και, αντίστοιχα, την οικονομία. Η συνταγή για την ανάπτυξη της χώρας μας δεν έχει αλλάξει, παρά τις κρίσεις, με την κατανάλωση να πρωταγωνιστεί έναντι εξαγωγών και επενδύσεων. Συγκεκριμένα, η κατανάλωση εξακολουθεί να εισφέρει συνολικά το 88% του ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Τα στοιχεία σύνθεσης του ΑΕΠ δείχνουν ότι, και το 2024, το στοίχημα της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,9% θα κριθεί από την κατανάλωση, ιδίως των νοικοκυριών και, δευτερευόντως, του Δημοσίου, το οποίο, υπό την πίεση της παραγωγής υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, είναι υποχρεωμένο να κινηθεί από το 20% του 2023 κάτω του 18% το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε το 2023 στο 68% του ΑΕΠ, με την αναλογία αυτή να διατηρείται στην ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες. Η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ κάθε χρόνο εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, αλλά και από την πορεία των τιμών, πέραν βεβαίως του τουρισμού που επίσης επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Η υψηλότερη αναλογία της κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια, σημειώθηκε το 2020 στο 93%, λόγω της μεγάλης ύφεσης εξαιτίας της πανδημίας. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση, ότι θα ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε, ότι η παραγωγικότητα στην εργασία είναι στοιχείο που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, άρα και δικαιολογεί, τόσο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης. Το βέβαιο είναι πως οι μικρότεροι, αλλά και μεγαλύτεροι εργοδότες δεν προσέγγισαν ποτέ φοβικά τις αυξήσεις των αμοιβών των εργαζόμενων τους, όταν αυτές ήταν λελογισμένες. Άλλωστε, η διαδικασία αύξησης των κατώτατων αμοιβών και των 19 συνδεδεμένων επιδομάτων, δεν βρήκε αντιρρήσεις από τους μικρότερους και μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, αφού οι επιχειρήσεις “βάζουν το χέρι στην τσέπη”, προκειμένου να καλύψουν, αφενός κενές θέσεις εργασίας και, αφετέρου, να κρατήσουν στη χώρα τις αναγκαίες δεξιότητες που είναι δυσεύρετες. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα είναι μια κλασική περίπτωση όπου “άλλος κερνάει, άλλος πίνει και άλλος πληρώνει”. Όμως, κατά την άποψή μου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι μικρομεσαίοι εργοδότες, θεωρούν δίκαιη τη μηνιαία αύξηση των 50 ευρώ, των 83 ευρώ του επιδόματος γάμου και του 10% για κάθε τριετία. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Eurostat, η Ελλάδα έκλεισε το 2023 με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ και καλείται, το 2024, όχι μόνο να σταματήσει να αποκλίνει, αλλά να αρχίσει να συγκλίνει μισθολογικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ορθώς λοιπόν, η κυβέρνηση αποφάσισε το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, καλώς οι εργαζόμενοι επωφελούνται και δικαίως οι εργοδότες πληρώνουμε, αφού μόνο έτσι θα ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα σε μια τριετή περίοδο ακρίβειας, ώστε να διατηρηθεί η “ροπή κατανάλωσης” στην αγορά».