Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε σήμερα νέους κανόνες για να διασφαλιστεί ότι οι ψηφιακές επιχειρηματικές δραστηριότητες φορολογούνται με δίκαιο και φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο. Με τα μέτρα αυτά θα βρεθεί η ΕΕ στην παγκόσμια πρωτοπορία στον τομέα του σχεδιασμού φορολογικών νομοθεσιών προσαρμοσμένων στη σύγχρονη οικονομία και στην ψηφιακή εποχή.
Η πρόσφατη επέκταση των ψηφιακών επιχειρήσεων, όπως οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, οι συνεργατικές πλατφόρμες και οι πάροχοι διαδικτυακού περιεχομένου, συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ. Ωστόσο, οι ισχύοντες φορολογικοί κανόνες δεν σχεδιάστηκαν κατά τρόπον ώστε να καλύπτουν επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας, εικονικού τύπου ή με ελάχιστη ή μηδενική φυσική παρουσία. Η αλλαγή υπήρξε ριζική: 9 από τις 20 κορυφαίες παγκοσμίως επιχειρήσεις βάσει κεφαλαιοποίησης είναι πλέον ψηφιακής μορφής, σε σύγκριση με 1 από τις 20 πριν από δέκα χρόνια. Η πρόκληση συνίσταται στο να αξιοποιηθεί στο έπακρο η τάση αυτή και να εξασφαλιστεί, παράλληλα, ότι οι ψηφιακές επιχειρήσεις καταβάλλουν επίσης το μερίδιο φόρων που τους αναλογεί. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για τα δημόσια έσοδα των κρατών μελών: οι ψηφιακές επιχειρήσεις υπόκεινται επί του παρόντος σε μέσο πραγματικό συντελεστή φόρου ίσο προς το ήμισυ του αντίστοιχου συντελεστή της παραδοσιακής οικονομίας στην ΕΕ.
Οι σημερινές προτάσεις υποβάλλονται τη στιγμή που τα κράτη μέλη αναζητούν μόνιμες και βιώσιμες λύσεις που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών εσόδων από τις διαδικτυακές δραστηριότητες, όπως ζητήθηκε επειγόντως από τους ηγέτες της ΕΕ τον Οκτώβριο του 2017. Τα κέρδη που αποφέρουν οι προσοδοφόρες δραστηριότητες, όπως η πώληση δεδομένων και περιεχομένου που παράγονται από τους χρήστες, δεν καλύπτονται από τους ισχύοντες φορολογικούς κανόνες. Τα κράτη μέλη αρχίζουν τώρα να αναζητούν γρήγορες και μονομερείς λύσεις για τη φορολόγηση των ψηφιακών δραστηριοτήτων, γεγονός που δημιουργεί νομικό ναρκοπέδιο και φορολογική αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις. Μια συντονισμένη προσέγγιση αποτελεί τον μόνο τρόπο για να διασφαλιστεί ότι η ψηφιακή οικονομία φορολογείται με δίκαιο, φιλικό προς την ανάπτυξη και βιώσιμο τρόπο.
Ο δύο χωριστές νομοθετικές προτάσεις που υποβάλλει σήμερα η Επιτροπή θα οδηγήσουν στη δικαιότερη φορολόγηση των ψηφιακών δραστηριοτήτων στην ΕΕ:
- Η πρώτη πρωτοβουλία αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση των κανόνων φορολόγησης των εταιρειών, ώστε τα κέρδη να καταγράφονται και να φορολογούνται εκεί όπου οι επιχειρήσεις έχουν σημαντική αλληλεπίδραση με τους χρήστες μέσω ψηφιακών διαύλων. Η προσέγγιση αυτή αποτελεί την προτιμώμενη μακροπρόθεσμη λύση της Επιτροπής.
- Η δεύτερη πρόταση ανταποκρίνεται στα αιτήματα διαφόρων κρατών μελών για προσωρινό φόρο, που να καλύπτει τις κύριες ψηφιακές δραστηριότητες οι οποίες επί του παρόντος διαφεύγουν εντελώς τη φορολόγηση στην ΕΕ.
Η δέσμη αυτή ορίζει συνεκτική προσέγγιση της ΕΕ για ένα σύστημα φορολόγησης της ψηφιακής οικονομίας, το οποίο θα υποστηρίζει την ψηφιακή ενιαία αγορά και θα τροφοδοτήσει τις διεθνείς συζητήσεις για την επίλυση του προβλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο κ. Βάλντις Ντομπρόβσκις, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για το ευρώ και τον κοινωνικό διάλογο, δήλωσε σχετικά: «Η ψηφιοποίηση προσφέρει αμέτρητα οφέλη και ευκαιρίες. Παράλληλα, όμως, απαιτεί προσαρμογές στους παραδοσιακούς κανόνες και συστήματά μας. Θα προτιμούσαμε κανόνες που έχουν συμφωνηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, είναι απαράδεκτο το ύψος των κερδών που επί του παρόντος δεν φορολογούνται. Πρέπει να προσαρμόσουμε επειγόντως τους φορολογικούς μας κανόνες στον 21ο αιώνα, με την εφαρμογή μιας νέας ολοκληρωμένης και μελλοντικά βιώσιμης λύσης.»
Ο κ. Πιέρ Μοσκοβισί, Επίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων, πρόσθεσε τα εξής: «Η ψηφιακή οικονομία αποτελεί σημαντική ευκαιρία για την Ευρώπη και η Ευρώπη αποτελεί τεράστια πηγή εσόδων για τις ψηφιακές επιχειρήσεις. Ωστόσο, αυτή η αμοιβαίως επωφελής κατάσταση εγείρει ανησυχίες από νομική και φορολογική άποψη. Οι κανόνες μας, που θεσπίστηκαν την προ διαδικτύου εποχή, δεν παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να φορολογούν τις ψηφιακές επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη όταν έχουν ελάχιστη ή μηδενική φυσική παρουσία. Το γεγονός τούτο αντιπροσωπεύει μια ολοένα μεγαλύτερη μαύρη τρύπα για τα κράτη μέλη, διότι διαβρώνεται η φορολογική βάση. Γι’ αυτόν τον λόγο προτείνουμε ένα νέο νομικό πρότυπο, καθώς και έναν προσωρινό φόρο για τις ψηφιακές δραστηριότητες.»
Πρόταση αριθ. 1: κοινή μεταρρύθμιση των κανόνων της ΕΕ για τη φορολόγηση των εταιρειών στον τομέα των ψηφιακών δραστηριοτήτων
Η πρόταση θα δώσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να φορολογούν τα κέρδη που παράγονται στην επικράτειά τους, ακόμη και αν η επιχείρηση δεν έχει φυσική παρουσία εκεί. Οι νέοι κανόνες θα διασφαλίσουν ότι οι διαδικτυακές επιχειρήσεις συνεισφέρουν στα δημόσια οικονομικά στο ίδιο επίπεδο με τις συμβατικού τύπου επιχειρήσεις με φυσική παρουσία.
Μια ψηφιακή πλατφόρμα θα θεωρείται ότι έχει φορολογητέα «ψηφιακή παρουσία» ή ψηφιακή μόνιμη εγκατάσταση σε ένα κράτος μέλος εάν πληροί ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:
– υπερβαίνει το κατώτατο όριο ετησίων εσόδων ύψους 7 εκατ. ευρώ σε ένα κράτος μέλος
– έχει περισσότερους από 100 000 χρήστες σε ένα κράτος μέλος σε ένα φορολογικό έτος
– δημιουργούνται πάνω από 3 000 επιχειρηματικές συμβάσεις για ψηφιακές υπηρεσίες μεταξύ της εταιρείας και των επιχειρηματιών χρηστών σε ένα φορολογικό έτος.
Οι νέοι κανόνες θα αλλάξουν επίσης τον τρόπο κατανομής των κερδών στα κράτη μέλη, ώστε να αποτυπώνεται καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρήσεις μπορούν να δημιουργήσουν αξία διαδικτυακά: για παράδειγμα, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο βρίσκεται ο χρήστης τη στιγμή της κατανάλωσης.
Τέλος, το νέο σύστημα εξασφαλίζει την ύπαρξη πραγματικής σύνδεσης μεταξύ του τόπου όπου δημιουργούνται τα κέρδη και του τόπου φορολόγησής τους. Το μέτρο θα μπορούσε εν τέλει να ενσωματωθεί στο πεδίο εφαρμογής της κοινής ενοποιημένης βάσης φορολογίας εταιρειών (ΚΕΒΦΕ) —πρωτοβουλία της Επιτροπής η οποία έχει ήδη υποβληθεί για την κατανομή των κερδών των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει καλύτερα τον τόπο δημιουργίας της αξίας.
Πρόταση αριθ. 2: προσωρινός φόρος επί ορισμένων εσόδων από ψηφιακές δραστηριότητες
Ο προσωρινός φόρος διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες που επί του παρόντος δεν υπόκεινται σε πραγματική φορολόγηση θα αρχίσουν να παράγουν άμεσα έσοδα για τα κράτη μέλη. Ο εν λόγω φόρος θα συμβάλει επίσης στο να αποφευχθεί η λήψη μονομερών μέτρων για τη φορολόγηση των ψηφιακών δραστηριοτήτων σε ορισμένα κράτη μέλη, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα συνονθύλευμα εθνικών κανόνων, το οποίο θα ήταν επιζήμιο για την ενιαία αγορά μας.
Σε αντίθεση με την κοινή μεταρρύθμιση των υποκείμενων κανόνων φορολόγησης σε επίπεδο ΕΕ, ο έμμεσος αυτός φόρος θα εφαρμόζεται στα έσοδα που παράγονται από ορισμένες ψηφιακές δραστηριότητες που εκφεύγουν εντελώς του ισχύοντος φορολογικού πλαισίου. Το σύστημα τούτο θα εφαρμοστεί μόνον ως προσωρινό μέτρο, έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση με ενσωματωμένους μηχανισμούς για τη μείωση του ενδεχομένου διπλής φορολόγησης.
Ο φόρος θα εφαρμόζεται στα έσοδα που δημιουργούνται από δραστηριότητες κατά τις οποίες οι χρήστες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αξίας και οι οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν από τους ισχύοντες φορολογικούς κανόνες, όπως τα έσοδα που:
– δημιουργούνται από την πώληση διαδικτυακού διαφημιστικού χώρου
– δημιουργούνται από ψηφιακές δραστηριότητες διαμεσολάβησης που παρέχουν στους χρήστες τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν με άλλους χρήστες και μπορούν να διευκολύνουν τη μεταξύ τους πώληση αγαθών και υπηρεσιών
– δημιουργούνται από την πώληση δεδομένων που παράγονται από πληροφορίες παρεχόμενες από τους χρήστες.
Τα κράτη μέλη θα εισπράττουν τα φορολογικά έσοδα εκεί όπου βρίσκονται οι χρήστες και ο φόρος θα επιβάλλεται μόνον στις επιχειρήσεις με συνολικά ετήσια έσοδα ύψους 750 εκατ. ευρώ παγκοσμίως και 50 εκατ. ευρώ στην ΕΕ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί η μη επιβάρυνση των μικρότερων νεοφυών και επεκτεινόμενων επιχειρήσεων. Εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να παραχθούν έσοδα ύψους 5 δισ. ευρώ ετησίως για τα κράτη μέλη εάν εφαρμοστεί ο φόρος με συντελεστή 3 %.