Η σαφήνεια στα μέτρα για το χρέος είναι απαραίτητος όρος για να μετάσχει η χώρα στο QE καθώς η αβεβαιότητα αναφορικά με το υψηλό χρέος υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, υπογράμμισε ο Μπενουά Κερέ μιλώντας στο συνέδριο του Economist στη Φρανκφούρτη.
Μάλιστα, εξήγησε ότι θα πρέπει να υπάρξει εγκαίρως σαφήνεια σχετικά με τα μέτρα του χρέους και τη βιωσιμότητα του χρέους, γεγονός που είναι πολύ σημαντικό – όχι μόνο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στα δημόσια οικονομικά, αλλά και γιατί έτσι θα βοηθηθεί η ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα ειδικότερα.
Ανέφερε ότι η ΕΚΤ «λυπάται» που δεν υπήρξε καθαρός ορισμός των μέτρων ελάφρυνσης στο προηγούμενο Eurogroup και τόνισε ότι είναι σημαντικό η συμφωνία να επιτευχθεί στις 15 Ιουνίου.
Στην ομιλία του σημείωσε ότι με βάση τη συμφωνία του περασμένου Μαΐου τα μέτρα θα εφαρμοστούν στο τέλος του προγράμματος αλλά τόνισε ότι «το να είμαστε αρκετά καθαροί για τα μέτρα σήμερα θα βοηθήσει να έρθουν μπροστά πολλά από τα ευεργετικά αποτελέσματα, ειδικότερα στη επανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης στην διεθνή και την εγχώρια κοινότητα στην δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να επιστρέψει σε μονοπάτι κανονικότητας και σταθερότητας».
Ενισχύθηκε η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών
Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ σημείωσε ότι υπήρξε πρόοδος στις ελληνικές τράπεζες, αλλά υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά να γίνει για να μπορέσουν οι πιστώσεις να είναι θετικός παράγοντας και όχι εμπόδιο για την ανάπτυξη της Ελλάδας και να επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να αντλήσει τα πλήρη οφέλη από την ενίσχυση και διεύρυνση της ανάκαμψης της Ευρωζώνης. Η κεφαλαιακή επάρκεια, είπε, των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε , με τον κεφαλαιακό δείκτη (CET1) να αυξάνεται στο 16-17% στο τέλος του 2016 από 11% στο τρίτο τρίμηνο του 2015, ενώ και η διακυβέρνηση των τραπεζών βελτιώθηκε, όπως φάνηκε από τις σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων τους πέρυσι. «Και είναι σημαντικό ότι η κερδοφορία τους ανέκαμψε το 2016 μετά από έτη σημαντικών ζημιών. Η μέση απόδοση ενεργητικού βελτιώθηκε από -1,9% το 2015 στο 0,1% το 2016, με βάση επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες».
Ο κ. Κερέ τόνισε τρία στοιχεία των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ως ιδιαίτερα σημαντικά:
• Πρώτον, την αναθεώρηση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρεών. Το στοιχείο αυτό, είπε, έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, καθώς πολλές εταιρείες της έχουν μεγάλα χρέη τόσο στις τράπεζες όσο και στο δημόσιο.
• Δεύτερον, τις διατάξεις που διευκολύνουν συμφωνίες για την αναδιάρθρωση των χρεών.
• Τρίτον, το πλαίσιο ηλεκτρονικών δημοπρασιών. Μία πλατφόρμα ηλεκτρονικών δημοπρασιών, είπε, έχει γίνει πολύ σημαντική, καθώς οι δημοπρασίες με φυσική παρουσία έχουν ουσιαστικά σταματήσει, προκαλώντας σημαντικές ζημιές για τους πιστωτές, του οφειλέτες και την οικονομία συνολικά.
Αναφερόμενος στις ιδιωτικές καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών, ο κ. Κερέ είπε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις μίας διατηρήσιμης επιστροφής τους. Από τον Μάιο του 2015, όταν επιβλήθηκαν οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, οι ιδιωτικές καταθέσεις έχουν σημειώσει μία περιορισμένη αύξηση της τάξης του 2,5% και παραμένουν 25% χαμηλότερες από τα επίπεδα στο τέλος του 2014, πριν αρχίσουν οι εκροές τους να επιταχύνονται σημαντικά, πρόσθεσε. Η συνέπεια είναι, συνέχισε, ότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να βασίζονται σε σημαντικό βαθμό σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα. Αν και η προσφυγή σε αυτή, περιλαμβανομένης του ELA (έκτακτης χρηματοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος), έχει μειωθεί από 41% του συνολικού ενεργητικού τους τον Ιούνιο του 2015 σε περίπου 21% σήμερα, η συνολική χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την κεντρική τράπεζα εξακολουθεί να ανέρχεται σε πάνω από το 35% του ελληνικού ΑΕΠ.
Η μείωση της χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα οφείλεται εν μέρει στη βελτιωμένη πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά, σημείωσε ο Κερέ. Ωστόσο, πρόσθεσε, «για να γίνουν οι πιστώσεις ξανά μία ζωτική πηγή οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, πολλά θα εξαρτηθούν από την ικανότητα των τραπεζών να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των ιδιωτών καταθετών και δημιουργήσουν ξανά σταθερές χρηματοδοτικές γραμμές στις διατραπεζικές αγορές. «Φυσικά, αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τις ίδιες τις τράπεζες. Είναι αναγκαία η γενικότερη μακροοικονομική σταθεροποίηση», είπε ο Κερέ, προσθέτοντας: «Οι τράπεζες, όμως, πρέπει να συμβάλλουν ενεργητικά στη διαδικασία αυτή, κάνοντας περαιτέρω πρόοδο στη διόρθωση του ενεργητικού τους – μειώνοντας, δηλαδή, τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους».