“Καμπανάκι” για ελλείψεις προϊόντων κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων κρούει η ελληνική αγορά εάν δεν αποκατασταθεί σύντομα η ισορροπία στις μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων, σύμφωνα με την εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”.
Οι ενδιάμεσες εκπτώσεις του Νοεμβρίου που ξεκινούν την επόμενη εβδομάδα σε συνδυασμό με την Black Friday αποτελούν μιας πρώτης τάξεως τεστ για τις αντοχές των επιχειρήσεων, οι οποίες συνεχίζουν τις προσπάθειες – στο μέτρο των δυνατοτήτων τους – προκειμένου να προμηθευτούν όσο περισσότερα αποθέματα μπορούν.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οι επιχειρήσεις του λιανεμπορίου επιδίδονται σε έναν αγώνα δρόμου για να ανταπεξέλθουν, μέσα από την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών τροφοδοσίας πέραν της Ασίας.
Έμφαση δίδεται στα προϊόντα τεχνολογίας, στα είδη ένδυσης και υπόδησης, στα παιχνίδια αλλά και σε άλλα εποχικά, τα οποία αναμένεται να συγκεντρώσουν τη μεγαλύτερη ζήτηση. Ήδη, πάντως, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις δέχονται προκρατήσεις και δημιουργούν λίστες αναμονής, για δημοφιλή προϊόντα από τον χώρο της νέας τεχνολογίας, για παράδοση έως το νέο έτος.
Το πρόβλημα
Σύμφωνα με την εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, αλλά διεθνές, με τα προβλήματα να είναι ακόμη μεγαλύτερα σε αναπτυγμένες οικονομίες όπως η Αγγλία και η Γερμανία.
Πολλοί κατασκευαστές δεν είναι σε θέση να προμηθευτούν εγκαίρως επαρκείς ποσότητες, για να αναπληρωθούν οι ελλείψεις. Το ίδιο συμβαίνει και στον κλάδο της ένδυσης και υπόδησης κυρίως από προμηθευτές, ιδιαίτερα από την Ασία, που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Ελλάδα: Τα εμπορεύματα που εισάγονται από τη Κίνα -Τι δείχνουν τα νέα στοιχεία
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, πριν από την πανδημία εισάγονταν από την Κίνα εμπορεύματα αξίας 3,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 580 εκατ. ευρώ αφορούσαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), 145 εκατ. ευρώ συσκευές κινητής τηλεφωνίας, 105 εκατ. ευρώ κλιματιστικά, 102 εκατ. ευρώ παιχνίδια, 70 εκατ. ευρώ διάφορα είδη ταξιδιού, 68 εκατ. ευρώ συσκευές φωτισμού, 65 εκατ. ευρώ είδη υπόδησης και άλλα 2,3 δισ. ευρώ διάφορες υποκατηγορίες καταναλωτικών αγαθών και πρώτων υλών.