Συνεχίστηκαν και σήμερα, για δεύτερη ημέρα, στη Βουλή οι τοποθετήσεις για το δημόσιο χρέος, στο πλαίσιο της συγκρότησης της «Επιτροπής Αλήθειας» για τον λογιστικό και νομικό του έλεγχο.
Η συγκρότηση της Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος, ενισχύει το διαπραγματευτικό οπλοστάσιο της χώρας και «δίνει το μήνυμα της κόκκινης γραμμής», σημείωσε ο συνταγματολόγος, Γιώργος Κασιμάτης, μιλώντας στη Βουλή.
Όπως είπε, «η κόκκινη γραμμή είναι να φύγουνε απ΄ τον πολιτισμό της Ευρώπης οι παραβιάσεις των αρχών νομιμότητας της αστικής δημοκρατίας».
Από την πλευρά του, στην τοποθέτησή του ο νομικός Πέτρος Μηλιαράκης, πρότεινε «να δημιουργηθεί μια διαδικασία προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο του Λουξεμβούργου, προκειμένου να αποφανθεί αν θίγεται από το PSI ο πυρήνας του δικαιώματος των ασφαλιστικών ταμείων ως ΝΠΔΔ, και να κουρεύονται καταθέσεις που αποτελούν εγγύηση και ασφάλεια των ασφαλισμένων».
Μεταξύ άλλων, τόνισε ότι «όταν το 1994 το χρέος ήταν 90 δισ. ευρώ, ο λαός είχε πληρώσει γι΄ αυτό 575 δισ., δηλαδή 6,3 φορές πάνω από το αρχικό.
Όταν μπήκαμε στο Μνημόνιο, το χρέος ήταν 300 δισ. κατά την Eurostat και απ΄ αυτό, τα 211 δισ. αφορούσαν τόκους.
Αυτό και αν είναι επαχθές χρέος, επονείδιστο, ή με όποιο άλλο επίθετο θέλετε να το ονομάσετε!»
Τρεις βασικές κατευθύνσεις διερεύνησης για το έργο της Επιτροπής, πρότεινε ο εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ, Olivier De Schutter (Ολιβιέ ντε Σούτερ), ο οποίος προειδοποίησε πως «η ισχύς του εθνικού δικαίου μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για τη μη τήρηση μιας διεθνούς συμφωνίας, μόνον όταν είναι πρόδηλη η παραβίασή της και για θεμελιώδεις κανόνες».
Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες παραμέτρους για την πιστοποίηση της νομιμότητας ή της παρανομίας του δημοσίου χρέους, είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις ξένες κυβερνήσεις, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Αριστείδης Καζάκος.
Χαρακτηριστικά τόνισε πως «δεν είναι για παράδειγμα, καθόλου συμπτωματικό, ότι κάποια στιγμή οι τράπεζες πχ της Γερμανίας πωλούν τα ελληνικά ομόλογα- και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι έχουμε μια οιονεί εκχώρηση χρέους από τις (γαλλικές και γερμανικές κυρίως), τράπεζες προς τις κυβερνήσεις» ανέφερε.
Περαιτέρω, στην πρωινή συνεδρίαση, τοποθετήθηκαν ο καθ. Πολιτικής Οικονομίας, Σταύρος Τομπάζος, σύμφωνα με τον οποίο η κρίση χρέους στην Ελλάδα δεν ήταν ενδημική αλλά εισαγόμενη.
Επίσης, τοποθετήθηκαν ο επικεφαλής της Αρχής ενάντια στο ξέπλυμα του μαύρου χρήματος, Γιώργος Παντελής, διαβεβαίωσε για τη συμπαράσταση της Αρχής στο έργο της Επιτροπής, ο διεθνολόγος Χρήστος Θεοδωρόπουλος, και η καθ. εργατικού δυναμικού και οικονομικής ανάπτυξης στο πανεπιστήμιο του Γκρίνουιτς, Οσλέμ Στόκχάμερ.
Η Πρόεδρος της Βουλής, Ζ. Κωνσταντοπουλου, κατά την έναρξη της δεύτερης ημέρας των εργασιών της Επιτροπής για τον λογιστικό έλεγχο του χρέους, σημείωσε ότι «είναι ειλικρινά συγκινητικό το γεγονός ότι όλοι οι επιστήμονες και όλα τα μέλη της Επιτροπής -και μιλώ ειδικά για τους ορμώμενους από το εξωτερικό- αποδέχθηκαν να συμβάλλουν σε αυτή την προσπάθεια χωρίς απολύτως καμία αμοιβή».
Κατά την ίδια, «αυτό έχει μια σημασία, γιατί η χώρα αυτή έχει υποφέρει από τη διασπάθιση τεράστιων ποσών σε αμοιβές διαφόρων τύπων συμβούλων, οι οποίοι συνήθως κατέληγαν στην παραίτηση του ελληνικού δημοσίου από διαφόρων τύπων αξιώσεις».
Ανέφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την συμφωνία του ελληνικού δημοσίου με την γερμανική Siemens, σημειώνοντας «δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην αμοιβή μιας νομική εταιρίας που εξέτασε τις αξιώσεις του ελληνικού δημοσίου έναντι της Siemens».
Η πρόεδρος της Βουλής πρόσθεσε ότι «υπήρχαν νομικοί σύμβουλοι που πληρώνονταν με 500 ευρώ την ώρα, παραπάνω απ’ ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, και το αποτέλεσμα των εργασιών αυτής της νομικής συμβουλής που είχε δυσθεώρητο κόστος, ήταν να υπογραφεί ένας άκυρος εξωδικαστικός συμβιβασμός που οδηγούσε στην παραίτηση του ελληνικού Δημοσίου από αξιώσεις υψους 2 δισ. ευρώ τουλάχιστον.
Ένας συμβιβασμός που όμως πια βρίσκεται στο επίκεντρο της αμφισβήτησης και νομίζω ότι και οι αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Siemens είναι ένα κομμάτι που πρέπει να συσχετισθεί και με την αποτίμηση του ποιο πραγματικά είναι το χρέος και ποια είναι τα δημόσια οικονομικά».