Επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 2% το 2018 προβλέπει το ΙΟΒΕ στην έκθεση του για την οικονομία της χώρας.
Παράλληλα, όμως, ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος, Νίκος Βέττας, κτύπησε καμπανάκι, τονίζοντας ότι οι ρυθμοί ανάπτυξής που καταγράφονται στο
τρέχον διάστημα δεν είναι αυτοί που θα αναμένονταν για μια οικονομία που
βγαίνει από την κρίση με δυναμικό τρόπο και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και
από το θετικό εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας “Η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία δεν καταστράφηκε, ούτε όμως μεταρρυθμίστηκε
σε επαρκή βαθμό ώστε να έχει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική. Συνολικά, η
κρίση δεν αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία για να θεμελιωθεί μια «νέα» ελληνική
οικονομία, ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Πλέον η κρισιμότητα κάθε απόφασης
που θα λαμβάνεται από το καλοκαίρι και μετά αυξάνεται”, σημείωσε σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Βέττας.
Πιο αναλυτικά, στα κύρια σημεία της έκθεσης του ΙΟΒΕ περιλαμβάνονται τα εξής:
– Επιτάχυνση ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2018, στην περιοχή του 2,0%. Τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας από συνέχιση ανόδου των εξαγωγών (+7,0%). Αναμενόμενη σημαντική συμβολή και των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+13%), σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό, μεταφορές) και σε αποκρατικοποιήσεις- ιδιωτικοποιήσεις. Υποτονική συμβολή του ΠΔΕ για δεύτερο έτος. Ηπιότερη της αρχικά προβλεπόμενης ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών (+0,7%), παρά την κάμψη της ανεργίας, λόγω περιοριστικών πιέσεων από τα δημοσιονομικά μέτρα του 2018. Διεύρυνση δημόσιας κατανάλωσης (+1,5%), από συνέχιση δημοσιονομικής προσαρμογής κυρίως μέσω αύξησης των εσόδων.
– Επίτευξη ταμειακών στόχων Προϋπολογισμού στο πρώτο πεντάμηνο του 2018, κυρίως από υψηλότερα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού. Οφείλεται κυρίως στα μεγαλύτερα των αναμενόμενων έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, κατά 462 εκατ. ευρώ, αλλά και στα περισσότερα καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, κατά 372 εκατ. ευρώ. Υπέρβαση στόχου και στην πλευρά των δαπανών, αποκλειστικά από την υποϋλοποίηση του ΠΔΕ.
– Νέα κάμψη της ανεργίας στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου φέτος έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου, στο 21,2% από 23,3%. Αύξηση της απασχόλησης κυρίως στον τομέα της Υγείας, στη Γεωργία – δασοκομία – αλιεία και το Χονδρικό – Λιανικό Εμπόριο. Επισημαίνεται ότι το 43,2% της μείωσης προήλθε από συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Συνέχιση υποχώρησης το τρέχον έτος, από την ενίσχυση της απασχόλησης σε εξωστρεφείς τομείς (Μεταποίηση, Τουρισμός, Μεταφορές). Μεγαλύτερη από πέρυσι συμβολή στην απασχόληση από τον Κατασκευαστικό τομέα (ιδιωτικοποιήσεις, νέες οικοδομές). Διεύρυνση απασχόλησης, μόνιμης και προσωρινής, στο δημόσιο τομέα. Ακολούθως, στην περιοχή του 19,8% η ανεργία στο σύνολο του 2018.
– Ο ρυθμός μεταβολής τιμών επανάκαμψε το δεύτερο τρίμηνο του 2018. Η ανερχόμενη, προς το παρόν ήπια, πληθωριστική πίεση λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου, αντιστάθμισε την εξασθένιση της αυξητικής επίδρασης στις τιμές των έμμεσων φόρων, και την αδύναμη καταναλωτική ζήτηση. Παρά ταύτα, ο ρυθμός ανόδου των τιμών στο πρώτο πεντάμηνο του 2018 ήταν οριακός, 0,1%, έναντι 1,4% πριν ένα έτος. Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι οι τιμές θα διατηρηθούν σε ανοδική τροχιά το τρέχον έτος, αλλά με ταχύτητα χαμηλότερη από την περυσινή, κοντά στο 0,5%, ίσως και ελαφρά υψηλότερα.
– Επανακάμπτει με σταθερό, αν και αργό ρυθμό η εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα. Σε συνέχεια των θετικών αποτελεσμάτων του stress test των τραπεζών (Μάιος 2018), συνεχίζεται η αργή επιστροφή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, η σταδιακή χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, πληρώντας τους σχετικούς στόχους, και η μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότηση του ELA. Μεγάλες προκλήσεις παραμένουν, όπως ο «ανθεκτικά» αρνητικός ρυθμός χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες και το υψηλότερο κόστος νέου δανεισμού των επιχειρήσεων, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Όπως ανέφερε επίσης κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής
του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας:
- Το ελληνικό πρόγραμμα θα είναι, αν και με
μεγάλη χρονική διαφορά, το τελευταίο που ολοκληρώνεται στα προγράμματα
διάσωσης στην Ευρωζώνη που συνολικά πυροδότησε η διεθνής κρίση το 2008. - Με την ολοκλήρωση των τριών διαδοχικών
προγραμμάτων, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε δημοσιονομική
εξισορρόπηση, δεν παράγει πλέον δημοσιονομικά ελλείματα. Στο εξωτερικό
ισοζύγιο επίσης παρατηρείται εξισορρόπηση, με τη σημαντική μείωση των
εισαγωγών κατά την τελευταία δεκαετία να ακολουθείται από την σταδιακή
αύξηση των εξαγωγών. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας έχει
επίσης βελτιωθεί, κυρίως μέσω προσαρμογών στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. - Η εξισορρόπηση, της οικονομίας έχει
επιτευχθεί κυρίως μέσω ύφεσης. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η
εξάλειψη των δίδυμων ελλειμάτων είναι διατηρήσιμη και συμβατή με μια
πορεία συστηματικής και εύρωστης μεγέθυνσης. - Οι ρυθμοί ανάπτυξής που καταγράφονται στο
τρέχον διάστημα δεν είναι αυτοί που θα αναμένονταν για μια οικονομία που
βγαίνει από την κρίση με δυναμικό τρόπο και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και
από το θετικό εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας. - Στη συμφωνία για τη μεταμνημονιακή σχέση, η
μετάθεση προς στο μέλλον μέρους των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους
σηματοδοτεί πως αυτές δεν θα επιβαρύνουν υπέρμετρα το δημόσιο ταμείο στο
ορατό μέλλον. Η προσφυγή στις αγορές σε βραχυχρόνιο ορίζοντα μπορεί να
γίνεται με όρους σχετικής προστασίας. - Εκκαθαρίζονται σημαντικά εμπόδια που θα
μπορούσαν να εκτρέψουν τα επόμενα χρόνια την οικονομία. Ταυτόχρονα, και οι
βαθμοί ελευθερίας προβλέπεται να είναι πολύ περιορισμένοι. - Ο συνδυασμός των υψηλών πρωτογενών
πλεονασμάτων που προγραμματίζονται και συστηματικής εποπτείας αντανακλά
σαφές έλλειμα εμπιστοσύνης. Κρίθηκε, στη βάση και της εμπειρίας της
εκτέλεσης των προγραμμάτων, πως η πρόσβαση σε επιπλέον πόρους και βαθμούς
ελευθερίας μάλλον δεν θα οδηγούσε σε ανάπτυξη αλλά σε οπισθοδρόμηση, τόσο
σε βραχύ όσο και σε μέσο ορίζοντα. - Η εμβάθυνση και ολοκλήρωση μηχανισμών στην
Ευρωζώνη προχωρά με αργούς ρυθμούς. Όμως, η τραπεζική ενοποίηση και ο
συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελούν τις ελάχιστες
προϋποθέσεις ώστε η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας να αυξηθεί
και η επόμενη κρίση, όταν και όποτε πυροδοτηθεί, να τη βρει με μεγαλύτερη
συνοχή και αποτελεσματικότερους μηχανισμούς αντίδρασης σε ασύμμετρες
διακυμάνσεις. - Η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία δεν καταστράφηκε, ούτε όμως μεταρρυθμίστηκε
σε επαρκή βαθμό ώστε να έχει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική. Συνολικά, η
κρίση δεν αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία για να θεμελιωθεί μια «νέα» ελληνική
οικονομία, ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Πλέον η κρισιμότητα κάθε απόφασης
που θα λαμβάνεται από το καλοκαίρι και μετά αυξάνεται. - Στο βαθμό που θα αυξάνεται η εξάρτηση από τις
αγορές, σταδιακά και σε βάθος δεκαετίας, οι σχετικές απαιτήσεις θα
αυξάνονται κατακόρυφα. Καθυστερήσεις, αμφισημία και παλινδρομήσεις δεν θα
έχουν μόνο ως επίπτωση σημαντικές καθυστερήσεις, όπως είχαν έως τώρα, αλλά
ακαριαία και επώδυνη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για επιχειρήσεις
και νοικοκυριά και απομάκρυνση των επενδυτών, άρα διαιώνιση της ύφεσης, ή
έστω της στασιμότητας, και της ανεργίας.
Ο Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε:
«Η σημερινή
τριμηνιαία έκθεση συμπίπτει με μια πολύ σημαντική περίοδο για τη χώρα μας. Την
ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου. Η ζημιά που έχει πραγματοποιηθεί στην
οικονομία και τη χώρα είναι πολύ μεγάλη. Οι προσπάθειες δραστικών
μεταρρυθμίσεων για βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και προσέλκυσης
ξένων επενδύσεων που θα συνέβαλαν στην διατήρηση του βιοτικού επιπέδου που είχε
επιτύχει η χώρα μας κατά την προηγούμενη δεκαετία, δεν έτυχαν της απαιτούμενης
κοινωνικής υποστήριξης. Έτσι το βιοτικό μας επίπεδο, το οποίο πριν την κρίση
προσέγγιζε το βιοτικό επίπεδο των Σκανδιναβικών χωρών, σήμερα προσεγγίζει αυτό των υπολοίπων
Βαλκανικών χωρών. Ωστόσο δεν έχουν χαθεί όλα. Τα τελευταία χρόνια έχουν ολοκληρωθεί
αρκετές μεταρρυθμίσεις, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και είναι στο χέρι μας η
χώρα να προχωρήσει πολύ πιο γρήγορα. Υπάρχει ακόμη χρόνος για ανασύνταξη και
ανάκτηση του χαμένου βιοτικού επιπέδου. Βασική προϋπόθεση για αυτό είναι η
δημιουργία κουλτούρας συναίνεσης, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό των χωρών
που ευημερούν. Πλείστα τα παραδείγματα χωρών που κατάφεραν να ανακάμψει η
οικονομία τους σε μικρό χρονικό διάστημα. Το επέτυχαν με την υιοθέτηση
βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόστηκαν με επιτυχία σε άλλες χώρες σε περιόδους
οικονομικής κρίσης που λειτούργησαν και ως προστατευτική δικλίδα για τις
επερχόμενες γενιές από τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της γενιάς που
λαμβάνει τώρα τις αποφάσεις».