Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα σημειώνει νέα ανοδική διόρθωση τον Οκτώβριο, κινούμενος στις 86,5 (από 83,1) μονάδες, έναντι 75,2 μονάδων τον Αύγουστο σύμφωνα με το ΙΟΒΕ.
Σε όλους όλους σχεδόν τους τομείς καταγράφεται σχετική βελτίωση προσδοκιών, με εξαίρεση τις Υπηρεσίες όπου σημειώνεται μικρή επιδείνωση, ενώ και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώνεται. Οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές κινούνται σε ένα μετεκλογικό περιβάλλον το οποίο προσδιορίζεται σε οικονομικό επίπεδο από το νέο πρόγραμμα και τη συμφωνία με τους εταίρους.
Με τις παραμέτρους του προγράμματος να αποσαφηνίζονται σταδιακά, και όσο η εφαρμογή του είναι σε εξέλιξη, βρισκόμαστε σε μια διαδικασία προσαρμογής όλων στα νέα δεδομένα. Η παρουσία των κεφαλαιακών ελέγχων φαίνεται να έχει ενσωματωθεί στην καθημερινή πρακτική των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ η ρευστότητα για την οποία είχαν προνοήσει όσοι προέβλεπαν τους ελέγχους κεφαλαίων, συγκρατεί προς το παρόν τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, οι αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις της περιόδου φαίνεται ότι έχουν σε σημαντικό βαθμό προεξοφληθεί, ωστόσο η πραγματική επίδρασή τους θα είναι καθοριστικός παράγοντας της τάσης στις προσδοκίες τους κατά τους προσεχείς μήνες.
Αναλυτικότερα:
– στη Βιομηχανία, οι προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες παραμένουν στα ίδια επίπεδα, ενώ το ισοζύγιο με τις εκτιμήσεις για τα αποθέματα αποκλιμακώνεται ελαφρώς και οι έντονα αρνητικές εκτιμήσεις για τις παραγγελίες και τη ζήτηση βελτιώνονται ήπια.
– στις Υπηρεσίες, οι αρνητικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα ζήτηση, αλλά και οι αντίστοιχες προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξή της βαίνουν δυσμενέστερες, εξέλιξη ανάλογη με εκείνη στις εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων
– στο Λιανικό Εμπόριο, οι αρνητικές εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις αλλά και οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξή τους, αμβλύνονται, ενώ καταγράφεται και αποκλιμάκωση στα αποθέματα
– στις Κατασκευές, η βελτίωση των προσδοκιών εκπορεύεται από τις λιγότερο δυσμενείς προβλέψεις για τις προγραμματισμένες εργασίες των επιχειρήσεων, αφού για την απασχόληση του τομέα, η ανάκαμψη είναι οριακή
– στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη βελτιώνονται όλοι οι βασικοί δείκτες, εκτός των προβλέψεων για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, οι οποίες παραμένουν αμετάβλητες. Οι αντίστοιχες προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας το επόμενο 12μηνο, οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ανεργίας, αλλά και η πρόθεση για αποταμίευση καταγράφουν θετική μεταβολή.
Τον Οκτώβριο, στην έρευνα καταναλωτών εξετάζονται τρία επιπρόσθετα ζητήματα σε τριμηνιαία βάση, τα οποία εξειδικεύουν περισσότερο την πρόθεση για μείζονες αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών (αυτοκίνητο, κατοικία) και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως πρόδρομοι δείκτες για την ιδιωτική κατανάλωση.
Αναλυτικά:
– Λιγότερο αρνητική στη μέτρηση Οκτωβρίου σε σχέση με εκείνη του Ιουλίου είναι η πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου εντός των επόμενων 12 μηνών, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -89 (από -91,3) μονάδες. Ο αντίστοιχος δείκτης στην ΕΕ και την Ευρωζώνη διαμορφώνεται στις -67,4 (από -68,1) μονάδες στην πρώτη και στις -74 (από -75,3) στη δεύτερη ζώνη. Το 94% (από 96%) των καταναλωτών στην Ελλάδα δηλώνει ότι δεν είναι πιθανό να αγοράσει αυτοκίνητο εντός 12μήνου.
– Ανοδικά κινείται και η πρόθεση για αγορά ή κατασκευή κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -94,3 (από -95,9) μονάδες. Αυτή η επίδοση παραμένει δυσμενέστερη από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες, οι οποίοι διαμορφώνονται στις -83,4 (από -84,5) και τις -88,7 (από -89,3) μονάδες αντίστοιχα στην ΕΕ και Ευρωζώνη. Το 96,5% (από 98,3%) των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει ότι δεν θα προβεί σε αγορά/ κατασκευή κατοικίας τον επόμενο χρόνο.
– Σε λιγότερο δυσμενή επίπεδα βρίσκεται και η πρόθεση πραγματοποίησης σημαντικών δαπανών για βελτίωση / ανανέωση της κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών στη μέτρηση Οκτωβρίου, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -84,5 (από -87,7) μονάδες. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες κινούνται στις -54 (από -54,4) και εκ νέου στις -57,4 μονάδες σε ΕΕ και Ευρωζώνη αντίστοιχα. Το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που δηλώνουν ότι δεν είναι πιθανό να πραγματοποιήσουν σημαντικές δαπάνες αυτού του είδους το επόμενο διάστημα κινείται στο 91,1% (από 94%).