Κατά τα έτη 2010-2016, ασκήθηκε στην Ελλάδα μια πολιτική εσωτερικής υποτίμησης (ή ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού), της οποίας ο διακηρυγμένος στόχος ήταν η γενική μείωση των τιμών των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των αντίστοιχων τιμών στις ανταγωνίστριες χώρες αναφέρει μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ με τίτλο «Κόστος εργασίας και περιθώρια κέρδους στα
χρόνια των μνημονίων».
Η πολιτική αυτή κρίθηκε αναγκαία διότι η ελληνική οικονομία δεν διέθετε την ανταγωνιστικότητα που θα της επέτρεπε να διατηρεί ισοσκελισμένο εξωτερικό ισοζύγιο. Για να εκκινήσει και να επιταχυνθεί η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί επέβαλαν μια πρωτοφανή για περίοδο ειρήνης μείωση των μισθών ‒όχι μόνο των πραγματικών, αλλά και των ονομαστικών‒ είτε απευθείας με διοικητικά μέτρα είτε μέσω της παρατεταμένης και βαθιάς ύφεσης είτε με διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας.
Παρά την άσκηση αυτής της πολιτικής, όμως, οι τιμές δεν μειώθηκαν, όπως προβλέπει η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης, ή μειώθηκαν σε μικρό μόνο βαθμό έναντι των δραματικών περικοπών των μισθών και του μοναδιαίου κόστους εργασίας, παρόλο που η ύφεση η οποία προκλήθηκε από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης ήταν κατά πολύ βαθύτερη και πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια από όσο είχε αρχικά προβλεφθεί.
H θεαματικη μείωση κατά 37,5% του κόστους
εργασίας ανά μονάδα προιόντος οφείλεται μεν στη μείωση κατά 21,8% της μέσης τρέχουσας αμοιβής εργασίας (στο σύνολο της περιο δου 2010-2016) αλλά οφείλεται
και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατα 25,1% την ι δια περίοδο.