Η ελληνική οικονομία μέχρι και το γ΄ τρίμηνο του 2017 εμφανίζει ενδείξεις εύθραυστης σταθεροποίησης σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης χωρίς ενδογενή δυναμική,αναφέρει η έκθεση του ΙΝΕΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση το 2018.
Το γεγονός αυτό θέτει την Ελλάδα σε μια δυναμική απόκλισης
από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης τα οποία –για πρώτη φορά μετά
την κρίση του 2007-2008 καταγράφουν ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής
μεγέθυνσης.
Η ελληνική οικονομία έχει πλέον εξέλθει από το καθεστώς υψηλών δημοσιονο μικών ανισορροπιών, αλλά με μη βιώσιμο και μη διατηρήσιμο τρόπο.
Τα διαθέ-σιμα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2014 καταγράφεται μια αλλαγή του μείγματος
της δημοσιονομικής προσαρμογής με το μεγαλύτερο μέρος αυτής να προέρχεται
πλέον από το σκέλος των εσόδων. Αξιοσημείωτο είναι ότι την περίοδο 2014-2016
η βελτίωση των δημόσιων εσόδων στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην αύξηση των
έμμεσων φόρων.
Σημειώνεται ότι το διάστημα Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2017 οι
έμμεσοι φόροι αντιστοιχούσαν στο 56,6% των φορολογικών εσόδων του κρά-
τους, έναντι 54% το 2016.
Η εκτίμησή μας είναι ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς μη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής, δεδομένης της αβέβαιης δυναμικής
της μεγέθυνσης και της πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Η πρόοδος που έχει συντελεστεί όσον αφορά την αποπληρωμή των ληξιπρόθε σμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης είναι ανεπαρκής σε σχέση με το
μέγεθος της κρίσης ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα, γεγονός που φαίνεται από
την εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτό, οι
δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα για την περίοδο 2018-2022,
σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα για το μελλοντικό χρηματοδοτικό σχήμα της
ελληνικής οικονομίας (ειδικά εάν αυτό συνοδευτεί με πρόσθετα δημοσιονομικά
μέτρα) είναι πολύ πιθανό να συντηρήσουν το κλίμα αβεβαιότητας όσον αφορά
τη μεσομακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τη βιωσιμότητα των
πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς και τη φερεγγυότητα και την πιστοληπτική
αξιοπιστία του Δημοσίου.
Το γ΄ τρίμηνο του 2017 η πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία υστερούσε
σημαντικά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, παραμένοντας καθηλωμένη σε
επίπεδο αντίστοιχο με αυτό του 2014. Ο μόνος κλάδος ο οποίος παρουσιάζει μια
ήπια τάση ανάκαμψης, πέραν της γεωργίας, είναι της μεταποίησης. Ωστόσο, με
βάση τον τρέχοντα ρυθμό μεταβολής της προστιθέμενης αξίας στη μεταποίηση,
δεν θα υπάρξει ουσιαστική ανάκαμψη πριν το 2023.
Η κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα
της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Το γ΄ τρίμηνο του 2017 η κατανάλωση παρέμεινε στάσιμη, κυμαινόμενη όμως σε επίπεδο υψηλότερο του διαθέσιμου εισοδήματος. Η αρνητική διαφορά μεταξύ διαθέσιμου εισοδήματος και κατανάλωσης,
η οποία διατηρείται από το 2012 και ύστερα, οφείλεται τόσο στην εκτεταμένη
φοροδιαφυγή όσο και στη χρήση συσσωρευμένων πόρων για τη χρηματοδότηση
της κατανάλωσης.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών στόχων, υποδαυλίζει τη δυναμική της κατανάλωσης και τη χρηματοοικονομική ευστάθεια των νοικοκυριών αλλά και του τραπεζικού συστήματος.
Οι επενδύσεις εξακολουθούν να παραμένουν καθηλωμένες σε ένα ιδιαίτερα χαμηλό
επίπεδο παρουσιάζοντας οριακές μεταβολές. Το γ΄ τρίμηνο του 2017 οι επενδύσεις
ήταν υψηλότερες από αυτές του γ΄ τριμήνου του 2014 μόλις κατά 60,5 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα, το γ΄ τρίμηνο του 2017 οι επενδύσεις των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σημείωσαν πτώση κατά 169 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο
του 2016. Στην περίοδο 2009-2017 το απόθεμα παραγωγικού κεφαλαίου μειώθηκε
αθροιστικά κατά περίπου 38 δισ. ευρώ. Αναφορικά με τη σύνθεση των επενδύσεων,
οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό είναι σχετικά στάσιμες, κυμαινόμενες σε
επίπεδο αντίστοιχο του 2015. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα σε Έρευνα και Ανάπτυξη είναι από τις χαμηλότερες σε επίπεδο Ευρωζώ νης. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες των εγχώριων επιχειρήσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη
αντιστοιχούν στο 0,42% του ελληνικού ΑΕΠ, όταν στον μέσο όρο της Ευρωζώνης το
αντίστοιχο ποσοστό είναι ίσο με 1,37% σε όρους ΑΕΠ Ευρωζώνης.
Οι εξαγωγές αγαθών έχουν ανακάμψει σε σχέση με το 2008. Ωστόσο, η μεγάλη
εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές έχει οδηγήσει σε μια εξίσου
σημαντική αύξηση των εισαγωγών αγαθών. Παράλληλα, οι εξαγωγές υπηρεσιών
υστερούν σημαντικά σε σχέση με το επίπεδο του 2008, ενώ οι εξαγωγές προϊό-
ντων υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου αντιστοιχούν μόλις στο 4% του συνό-
λου των εξαγωγών.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017
ανήλθαν σε 970 χιλιάδες άτομα (20,2% του εργατικού δυναμικού), έναντι 1.092.589
ανέργων (22,6% του εργατικού δυναμικού) το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγού-
μενου έτους. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μια τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι χρησιμοποιώντας εναλλακτικούς δείκτες για την
ανεργία, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους την ύπαρξη της υποαπασχόλησης, των
αποθαρρημένων ανέργων και του εν δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού, το
ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (27,5%)
από το επίσημο ποσοστό ανεργίας. Το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά
υψηλότερο στις γυναίκες και στους νέους ‒ακόμα και σ’ αυτούς με υψηλή ειδΙκευση‒, καθώς και στις Περιφέρειες της Βόρειας και της Δυτικής Ελλάδας, ενώ οι
μακροχρόνια άνεργοι ξεπερνούν το 70% του συνόλου των ανέργων.
Εξετάζοντας τις μεταβολές στην απασχόληση παρατηρούμε ότι το ποσοστό των
απασχολουμένων στο σύνολο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας κατά το γ΄ τρίμηνο
ΙΝΕ ΓΣΕΕ ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ 2018 17
του 2017 ανήλθε σε 54,6%, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με τις χειρότερες στιγμές
του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά σημαντικά χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα. Κατ’ αναλογία με τα στοιχεία για την ανεργία παρατηρούμε ότι οι κατηγορίες
του πληθυσμού με τα σημαντικότερα προβλήματα είναι οι νέοι και οι γυναίκες.
Η εξέλιξη των μισθών κατά το 2017 εμφανίζει σταθεροποίηση στα χαμηλά επίπεδα τα οποία έχουν διαμορφωθεί. Στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά
το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω
των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ
μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ
700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009).