Στην εκτίμηση ότι η βελτίωση του οικονομικού κλίματος μετά την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, σε συνδυασμό με την ισχυρή, πλέον, δημοσιονομική θέση και την αναμενόμενη εξομάλυνση στις συνθήκες ρευστότητας, τροφοδοτούν την οικονομική ανάκαμψη στο υπόλοιπο του 2017, προχώρησε η Εθνική Τράπεζα στο Δελτίο Μακροοικονομικής Ανάλυσης Ελληνικής Οικονομίας.
Η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας στο υπόλοιπο του 2017. Οι αντοχές της οικονομίας στο 1ο τρίμηνο του 2017 (αύξηση ΑΕΠ κατά +0,4%, σε ετήσια βάση) — παρά την αύξηση της αβεβαιότητας από την παρατεταμένη διάρκεια της 2ης αξιολόγησης και την αρνητική επίδραση των νέων δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν στα μέσα του 2016 και τις αρχές του 2017 — συντείνουν στην θετική εκτίμηση για την μελλοντική δυναμική της ανάπτυξης.
Η αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ από τη δημοσιονομική προσαρμογή αναμένεται να είναι σημαντικά μικρότερη το 2017, σε ετήσια βάση, (-0,2% του ΑΕΠ), σε σχέση με -3,0% του ΑΕΠ το 2016 (έναντι αρχικών εκτιμήσεων για -1,8%), που αντανακλούσε την αποστέρηση αντίστοιχων πόρων από την οικονομία για την επίτευξη του υπερπλεονάσματος ύψους +4,2% του ΑΕΠ το 2016. Το επίτευγμα αυτό, ωστόσο, δημιουργεί μια ευνοϊκή αφετηρία για το 2017 και δίνει ώθηση στην αξιοπιστία της περαιτέρω προσπάθειας για δημοσιονομική προσαρμογή.
Παρά τις ανωτέρω αρνητικές επιδράσεις και την αρνητική επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα από τις ανατιμήσεις στα καύσιμα, η ιδιωτική κατανάλωση εμφάνισε αξιοσημείωτη αντοχή, αυξανόμενη κατά 1,7%, σε ετήσια βάση, το 1ο τρίμηνο του 2017 (+1,4%, ετησίως, στο σύνολο του 2016), βασιζόμενη κυρίως στις υποστηρικτικές τάσεις στην αγορά εργασίας (μείωση ανεργίας σε χαμηλό πενταετίας). Παρά τη βελτίωση, το ποσοστό ανεργίας παραμένει εξαιρετικά υψηλό και μία στις δύο θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αφορά ευέλικτες μορφές. Ωστόσο, εμφανίζονται κάποια πρώιμα σημάδια ανάκαμψης του μέσου αριθμού εργάσιμων ωρών και του μισθού ανά εργατοώρα, που σε συνδυασμό με την αναμενόμενη επιβράδυνση του πληθωρισμού, λόγω κάμψης των διεθνών τιμών ενέργειας, και την ώθηση από την τουριστική δραστηριότητα, θα στηρίξουν την καταναλωτική δαπάνη τα επόμενα τρίμηνα.
Υποστηρικτική της καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται να είναι, επίσης, και η επιτάχυνση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, όπως αποτυπώνεται από τα στοιχεία καθαρών ροών μισθωτής απασχόλησης από το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου, τα οποία προοιωνίζουν αύξηση της συνολικής απασχόλησης, βάσει των εποχικά διορθωμένων στοιχείων της έρευνας εργατικού δυναμικού (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), με ρυθμό υψηλότερο του 1,5%, ετησίως, την ίδια περίοδο, συγκριτικά με 0,7% το 1ο τρίμηνο του 2017.
Ο δυισμός που διέπει τον επιχειρηματικό τομέα επιβεβαιώνεται. Οι πιο ανταγωνιστικές και, κατά βάση, μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις που επιβίωσαν της κρίσης έχουν τη δυνατότητα, λόγω της υπερβολικής συρρίκνωσης της συνολικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και των επώδυνων αναδιαρθρώσεων που επέτυχαν, να εμφανίζουν βελτιωμένη εικόνα, να αυξάνουν την παραγωγή τους και να προγραμματίζουν νέες επενδύσεις. Εξωστρεφείς υποκλάδοι μεταποίησης, υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό και επιχειρήσεις με ισχυροποιημένη θέση και μερίδια στην εγχώρια αγορά πρωταγωνιστούν σε αυτή τη διαδικασία. Από την άλλη, οι λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις με υψηλό δανεισμό και μονομερή έκθεση στην εγχώρια αγορά πασχίζουν να επιβιώσουν και η βιωσιμότητά τους θα κριθεί από τη δυνατότητά τους να επωφεληθούν από μία διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας και από την ταχύτερη βελτίωση των συνθήκων ρευστότητας. Η επίπονη δημοσιονομική προσπάθεια και η βραδύτερη, από την αρχικά αναμενόμενη, βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας παρέτειναν την επενδυτική αδυναμία το 2016, ωστόσο, μέρος του χαμένου εδάφους αναμένεται να καλυφθεί από το 2ο εξάμηνο του 2017 και μετά.
Η ισορροπημένη εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διατηρείται, καθώς η υγιής αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αντισταθμίζεται από την αυξημένη δαπάνη για εισαγωγές, κυρίως καυσίμων, παραγωγικών πρώτων υλών και μεταφορικού εξοπλισμού, που τυπικά διέπει τη φάση ανάκαμψης της εγχώριας επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, η εφαρμογή νέων παρεμβάσεων στο κρατικό χρέος τους πρώτους μήνες του 2017 — στο πλαίσιο εφαρμογής του βραχυπρόθεσμου πακέτου μέτρων που αποφάσισε το Eurogroup στα τέλη του 2016 — και η πρόσφατη διατύπωση, με μεγαλύτερη σαφήνεια, επιπροσθέτων δυνητικών διευκολύνσεων μέσω νέας δέσμης μεσοπρόθεσμων μέτρων, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική αξιοπιστία, οδηγούν τα ασφάλιστρα κινδύνου της χώρας σε πτωτική τροχιά. Αυτό αντανακλάται στις χρηματοοικονομικές αποτιμήσεις και τα επιτόκια των ελληνικών χρηματοοικονομικών τίτλων και, κατ’ επέκταση, στους όρους πρόσβασης σε ρευστότητα των επιχειρήσεων στην αγορά.
Οι ανωτέρω εξελίξεις αποτελούν βασικά συστατικά της διαδικασίας ανάκαμψης και αναμένεται να ενισχυθούν τους επόμενους μήνες, συνεπικουρούμενες από την ομαλοποίηση των δημοσίων δαπανών, μετά την υπερσυγκράτηση του 1ου τετραμήνου του έτους, και την εξόφληση οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Ως εκ τούτου, αναμένεται η επίτευξη ενός υγιούς ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης της τάξης του 1,7% στο σύνολο του 2017, που συνεπάγεται επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στο 2,6% στο 2ο εξάμηνο, η οποία υποβοηθά την οικονομική και επιχειρηματική προσαρμογή και δημιουργεί ισχυρή αφετηρία για τη μεσοπρόθεσμη τροχιά της οικονομίας.